Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2013

Κλειδοκόκκαλα...

Κλειδοκόκκαλα...

Κάθομαι σε κάτι κακόγουστα τσιμεντένια ορθογώνια καθίσματα που βρίσκονται δεξιά και αριστερά από ένα φτιαχτό μονοπάτι ενός σκοτεινού πάρκου..Λίγο πιο εκεί ένα ζευγάρι γλωσσοφιλιέται..ένας σκύλος κατουράει..μία γάτα κυνηγάει το ποντίκι που μόλις ξετρύπωσε από τους σωλήνες ενός υπονόμου..ένας εξηντάρης ατάλαντος γρατζουνάει μια ηλεκτρική κιθάρα καθισμένος σε ένα ψάθινο καρεκλάκι ζητώντας χρήματα που κανένας δεν του αφήνει..ένας ψαράς κοιτάζει το μαύρο άπειρο της θάλασσας περιμένοντας κάποιο ανόητο ψάρι να θυσιαστεί στο καυτό λάδι της κουζίνας του σπιτιού του ή στην χειρότερη περίπτωση στα πρώτα σκουπίδια όπου θα το ρίξει ο ψαράς αφού ματαιόδοξα υλοποιήσει την αχόρταγη απληστία του να αποδείξει πως μπορεί να δαμάσει τα πλάσματα του βυθού..Ο βυθός όμως αυτός είναι τόσο πεθαμένος όσο και οι φραπέδες που βρίσκονται κάτω κοντά στα στραβά μου πόδια και στους οποίους έχει μένει φυλακισμένος μόνο ο αφρός πισσοκολλημένος στα πλαστικά ποτήρια πακέτου..Ποιοι ανόητοι τα παράτησαν χωρίς να νοιαστούν??Και πόσο ανόητη νοιώθω και εγώ που τα κοιτάζω με τόση προσοχή..και που αφιερώνω χρόνο να γράψω κάτι για αυτά??

Και ύστερα σηκώνω το βλέμμα μου από τα τσαλακωμένα χαρτιά μου...Και βλέπω εσένα..να περνάς με το ποδήλατο σου..με πλέον κοντά μαλλιά..φορώντας ένα μωβ ξεβαμμένο φούτερ..Και όπως σε κοίταξα τόσο στιγμιαία...τόσο στιγμιαία έστρεψα και το κεφάλι μου αλλού..Όχι..Ανόητε..Όχι με μίσος..ούτε με ντροπή..Με ένα τόσο μεγάλο ΤΙΠΟΤΑ που όλο το στόμα μου ξεσκίζεται για να το πει...Ένα ΤΟΣΟ μεγάλο τίποτα....Και ύστερα χαμογέλασα στα μηδενικά δευτερόλεπτα μέχρι να χαθείς από την σκέψη μου...

Ένα ανόητος άνεμος φυσάει εδώ και τόσην ώρα..κάνοντας τα νεύρα μου να σπινθηρίζουν από υπερένταση.....Μου μπερδεύει τα μαλλιά και κάνει τα χαρτιά στα οποία γράφω να χορεύουν και να λυγίζουν προς την δεξιά μεριά..Μάταια προσπαθώ να μουτζουρώσω λίγες λέξεις....Ε που να πάρει ο διάολος..αφήνω το μολύβι...τα τσαλακώνω με μανία ακόμα περισσότερο και τα πετάω μέσα στην ήδη ανακατωμένη από ψευτοαντικείμενα τσάντα μου..

Στο μυαλό μου εικόνες από κλειδοκόκκαλα...Τόσα ζευγάρια κλειδοκόκκαλα έχουν περάσει από πάνω μου....Το κεφάλι μου  πιέζεται από την σούστα του στρώματος...Το ταβάνι σεισμικά να κουνιέται...και εκείνα τα κλειδοκόκκαλα..να σφίγγονται..το δέρμα να τεντώνεται...οι μύες να συσπώνται...Να πάμε όλοι στο διάολο...Σαχλοπλάσματα του βυθού..και του υπονόμου...ΕΚΕΙ ΑΝΗΚΟΥΜΕ.

Βγάζω τον καπνό μου..στρίβω ένα τσιγάρο... και φαγουρίζομαι τώρα στα δικά μου κλειδοκόκκαλα...που πετάγονται τόσο έντονα..δεξιά και αριστερά από τον λαιμό μου..Μου ανήκει ένας λαιμός που εκσπερματώνει λέξεις που κάνουν πολλούς να αηδιάζουν...Α! Ναι..αλλά ξέρεις κάτι???? Δεν δίνω δεκάρα φίλε...

Τα μάτια μου τσούζουν...Δακρύζουν και εγώ γελάω με την κωμικοτραγική κατάσταση στην οποία ζω..Ναι μάλλον πρέπει να αλλάξω επειγόντως τους φακούς μου...Η παραλιακή είναι τόσο άδεια..που αναρωτιέμαι αν όντως κάνει τόσο κρύο...Ή αν εγώ πια έχω γίνει τόσο αναίσθητη που δεν νοιώθω τίποτα..

Ε που να πάρει..με αυτόν τον καταραμένο άνεμο δεν μπορώ να γράψω άλλο...Καταραμένα μάτια..Καταραμένο κρύο...Καταραμένο εγώ μου...Καταραμένα κλειδοκόκκαλα...Γαμώτο νομίζω μόλις ράγισα τα δικά μου...Ε δεν πειράζει...

Δευτέρα 13 Μαΐου 2013

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ


ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΗΣ ΖΑΚΥΝΘΟΣ



ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 1

“Ο ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΠΙΚΡΑΙΝΕΤΑΙ”


1. Εγώ Διονύσιος Ιερομόναχος, εγκάτοικος στο ξωκλήσι του Αγίου Λύπιου, για να περιγράψω ό,τι στοχάζουμαι λέγω:
2. Ό,τι εγύριζα από το μοναστήρι του Άγιου Διονυσίου, οπού είχα πάει για να μιλήσω με έναν καλόγερο, για κάτι υπόθεσες ψυχικές.
3. Και ήτανε καλοκαίρι, και ήταν ή ώρα οπού θολώνουνε τα νερά, και είχα φθάσει στα Τρία Πηγάδια, και ήταν εκεί τριγύρου ή γη όλο νερά, γιατί πάνε οι γυναίκες και συχνοβγάνουνε.
4. Εσταμάτησα σε ένα από τα Τρία Πηγάδια, και απιθώνοντας τα χέρια μου στο φιλιατρό του πηγαδιού έσκυψα να ιδώ αν ήτουν πολύ νερό.
5. Και το είδα ως τη μέση γιομάτο και είπα: Δόξα σοι ο Θεός.
6. Γλυκιά η δροσιά που στέρνει για τα σπλάχνα του ανθρώπου το καλοκαίρι, μεγάλα τα έργα του και μεγάλη ή αφχαριστία του άνθρώπου.
7. Και οι δίκαιοι κατά τη θεία Γραφή πόσοι είναι; Και συλλογίζοντας αυτό επαίξανε τα μάτια μου στα χέρια μου οπού ήτανε απιθωμένα στο φιλιατρό.
8. Και θέλοντας να μετρήσω με τα δάχτυλα τους δίκαιους, ασήκωσα από το φιλιατρό το χέρι μου το ζερβί, και κοιτώντας τα δάχτυλα του δεξιού είπα: Τάχα να είναι πολλά;
9. Και αρχίνησα και εσύγκρενα τον αριθμό των δικαίων οπού εγνώριζα με αυτά τα πέντε δάχτυλα, και βρίσκοντας πως ετούτα επερισσεύανε ελιγόστεψα το δάχτυλο το λιανό, κρύβοντας το ανάμεσα στο φιλιατρό και στην απαλάμη μου.
10. Και έστεκα και εθεωρούσα τα τέσσερα δάχτυλα για πολληώρα, και αιστάνθηκα μεγάλη λαχτάρα, γιατί είδα πως ήμουνα στενεμένος να λιγοστέψω, και κοντά στο λιανό μου δάχτυλο, έβαλα το σιμοτινό του στην ίδια θέση.
11. Εμνέσκανε το λοιπόν από κάτου από τα μάτια μου τα τρία δάχτυλα μοναχά, και τα εχτυπούσα ανήσυχα απάνου στο φιλιατρό για να βοηθήσω, το νου μου να εύρει κάνε τρεις δίκαιους.
12. Αλλά επειδή αρχινήσανε τα σωθικά μου να τρέμουνε σαν τη θάλασσα που δεν ησυχάζει ποτέ,
13. ασήκωσα τα τρία μου έρμα δάχτυλα και έκαμα το σταυρό μου.
14. Έπειτα θέλοντας να αριθμήσω τους αδίκους, έχωσα το ένα χέρι μες στην τσέπη του ράσου μου και το άλλο ανάμεσα στο ζωνάρι μου, γιατί εκατάλαβα, αλίμονον! πως τα δάχτυλα δεν εχρειαζόντανε ολότελα.
15. Και ο νους μου εζαλίστηκε από το μεγάλον αριθμό· όμως με παρηγορούσε το να βλέπω πως καθένας κάτι καλό είχε απάνου του. Και άκουσα ένα. γέλιο φοβερό μες στο πηγάδι και είδα προβαλμένα δυο κέρατα.
16. Και μου ήρθε στο νου μου, περσότερο από όλους αυτούς, ή γυναίκα της Ζάκυνθος, ή οποία πολεμάει να βλάφτει τους άλλους με τη γλώσσα και με τα έργατα, και ήταν έχθρισσα θανάσιμη του έθνους.
17. Και γυρεύοντας να ιδώ εάν μέσα σε αυτήν την ψυχή, εις την οποίαν αναβράζει η κακία του Σατανά, αν έπεσε ποτέ η απεθυμιά του παραμικρού καλού,
18. έπειτα που εστάθηκα να συλλογιστώ καλά, ύψωσα το κεφάλι μου και τα χέρια μου στον ουρανό και εφώναξα: Θέ μου, καταλαβαίνω πως γυρεύω ένα κλωνί αλάτι μες στο θερμό.
19. Και είδα πως ελάμπανε από πάνου μου όλα τ' άστρα, και εξάνοιξα την Αλετροπόδα, όπου με ευφραίνει πολύ.
20. Και εβιάσθηκα να κινήσω για το ξωκλήσι του Αγίου Λύπιου, γιατί είδα πως εχασομέρησα, και ήθελα να φθάσω για να περιγράψω τη γυναίκα της Ζάκυνθος.
21. Και ιδού καμία δωδεκαριά ψωρόσκυλα που ηθέλανε να μου εμποδίσουν το δρόμο,
22. και μη θέλοντας εγώ να τα κλοτσοβολήσω για να μην εγγίξω την ψώρα και τα αίματα πούχανε, εστοχασθήκανε πως τα σκιάζουμαι,
23. και ήρθανε βαβίζοντας σιμότερά μου· όμως εγώ εκαμώθηκα πως σκύφτω να πάρω πέτρα,
24. και έφυγαν όλα και εξεθύμαιναν τα κακορίζικα ψωριασμένα τη λύσσα τους, το ένα δαγκώνοντας το άλλο.
25. Αλλά ένας όπου εδιαφέντευε κάποια από τα ψωρόσκυλα επήρε κι αυτός μιά πέτρα,
26. και βάνοντας ο άθεος για σημάδι το κεφάλι εμέ του Διονυσίου του Ιερομόναχου δεν το πίτυχε. Γιατί από τη βία τη μεγάλη, με την οποίαν ετίναξε την πέτρα, εστραβοπάτησε και έπεσε.
27. Έτσι εγώ έφτασα στο κελί του Αγίου Λύπιου παρηγορημένος από τές μυρωδίες του κάμπου, από τα γλυκότρεχα νερά και από τον αστρόβολον ούρανό, ο όποιος εφαινότουνα από πάνου από το κεφάλι μου μία Ανάσταση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 2

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΗΣ ΖΑΚΥΝΘΟΣ
Ο IΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΠΟΛΕΜΑΕΙ ΝΑ ΠΑΡΗΓΟΡΗΘΕΙ


1. Το λοιπόν το κορμί της γυναικός ήτανε μικρό και παρμένο,
2. και το στήθος σχεδόν πάντα σημαδεμένο από τές αβδέλλες που έβανε για να ρουφήξουν το τηχτικό, και από κάτου εκρεμόντανε δύο βυζιά ωσάν καπνοσακούλες.
3. Και αυτό το μικρό κορμί επερπατούσε γοργότατα, και οι αρμοί της εφαινόντανε ξεκλείδωτοι.
4. Είχε το μούτρο της τη μορφή του καλαποδιού, και έβλεπες ένα μεγάλο μάκρο αν εκύτταζες από την άκρη του πηγουνιού ως την άκρη του κεφαλιού,
5. εις την οποία ήτανε μιά πλεξίδα στρογγυλοδεμένη και από πάνου ένα χτένι θεόρατο.
6. Και όποιος ήθελε σιμώσει την πιθαμή για να μετρήσει τη γυναίκα, ήθελ' εύρει το τέταρτο του κορμιού στο κεφάλι.
7. Και το μάγουλό της εξερνούσε σάγριο, το όποιο ήταν πότε ζωντανό και πότε πονιδιασμένο και μαραμένο.
8. Και άνοιγε κάθε λίγο ένα μεγάλο στόμα για ν' αναγελάσει τους άλλους, και έδειχνε τα κάτου δόντια τα μπροστινά μικρά και σάπια, που εσμίγανε με τα απάνου πούτανε λευκότατα και μακρία.
9. Και μόλον πόυτανε νιά, οι μηλίγγοι και το μέτωπο και τα φρύδια και η κατεβασιά της μύτης γεροντίστικα.
10. Πάντα γεροντίστικα, όμως ξεχωριστά όταν ακουμπούσε το κεφάλι της εις το γρόθο το δεξή μελετώντας την πονηριά.
11. Και αυτή η θωριά η γεροντίστικη ήτανε ζωντανεμένη από δύο μάτια λαμπρά και ολόμαυρα, και το ένα ήτανε ολίγο αλληθώρικο,
12. και εστριφογυρίζανε εδώ και εκεί γυρεύοντας το κακό, και το βρίσκανε και όπου δεν ήτουν.
13. Και μες στα μάτια της άστραφτε ένα κάποιον τι που σ' έκανε να στοχασθείς ότι, η τρελάδα ή είναι λίγο που την άφησε ή κοντεύει να την κυτριμίσει.
14. Και τούτη ήταν η κατοικία της ψυχής της της πονηρής και της αμαρτωλής.
15. Και εφανέρωνε την πονηρία και μιλώντας και σιωπώντας.
16. Και όταν εμιλούσε κρυφά για να βλάψει τη φήμη του ανθρώπου, έμοιαζε η φωνή της με το ψιθύρισμα του ψαθιού πατημένου από το πόδι του κλέφτη.
18. Και όταν εμίλειε δυνατά, εφαινότουνα η φωνή της εκείνη όπου κάνουν οι άνθρωποι για να αναγελάσουν τους άλλους.
19. Και μολοντούτο, όταν ήτουν μοναχή, επήγαινε στον καθρέφτη, και κοιτώντας εγέλουνε κ' έκλαιε,
20. και εθάρρειε πως είναι η ωραιότερη απ' όσες είναι στα Εφτάνησα.
21. Και ήταν για να χωρίζει ανδρόγυνα και αδέλφια επιδέξια σαν το Χάρο.
22. Και όταν έβλεπε στον ύπνο της το ωραίο κορμί της αδελφής της εξύπναε τρομασμένη.
23. Ο φθόνος, το μίσος, η υποψία, η ψευτιά τής ετραβούσανε πάντα τα σωθικά,
24. Σαν τα βρωμόπαιδα της γειτονιάς τα βλέπεις ξετερολοϊσμένα και λερωμένα να σημαίνουν τα σήμαντρα του πανηγυριού και βουρλίζουν τον κόσμο.
* * *
25. Αλλά μιλώντας πάντα για τα κακά των άλλων γυναικών έσωσε ο νους της και επυρώθηκε,
26. και αισθανότουνα μία κάποια γλυκάδα εις το να τα ξαναμελετάει μονάχη της.
27. Μολοντούτο εβαστιότουνα από τα κακά έργατα.
28. Αλλά επειδή αγρίκουνε που τήν έλεγαν άσχημη, εβλάφθηκε η φιλαυτία της και εκριμάτισε και στο τέλος δεν είχε κράτο κτλ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 3

ΟΙ ΜΙΣΟΛΟΓΓΙΤΙΣΣΕΣ


1. Και εσυνέβηκε αυτές τες ημέρες οπού οι Τούρκοι επολιορκούσαν το Μισολόγγι και συχνά ολημερνίς και καπότε οληνυχτίς έτρεμε η Ζάκυνθο από το κανόνισμα το πολύ.
2. Και κάποιες γυναίκες Μισολογγίτισσες επερπατούσαν τριγύρω γυρεύοντας για τους άνδρες τους, για τα παιδιά τους, για τ' αδέλφια τους που επολεμούσανε.
3. Στην αρχή εντρεπόντανε νάβγουνε και επροσμένανε το σκοτάδι για ν' απλώσουν το χέρι, επειδή δεν ήτανε μαθημένες.
4. Και είχανε δούλους και είχανε σε πολλές πεδιάδες και γίδια και πρόβατα και βόϊδα πολλά.
5. Και ακολούθως εβιαζόντανε και εσυχνοτηράζανε από το παρεθύρι τον ήλιο πότε να βασιλέψη για νάβγουνε.
6. Αλλά όταν επερισσέψανε οι χρείες εχάσανε την ντροπή, ετρέχανε ολημερνίς.
7. Και όταν εκουραζόντανε εκαθόντανε στ' ακρογιάλι κι ακούανε, γιατί εφοβόντανε μην πέσει το Μισολόγγι.
8. Και τες έβλεπε ο κόσμος να τρέχουνε τα τρίστρατα, τα σταυροδρόμια, τα σπίτια, τα ανώγια και τα χαμώγια, τες εκκλησίες, τα ξωκλήσια γυρεύοντας.
9. Και ελαβαίνανε χρήματα, πανιά για τους λαβωμένους.
10. Και δεν τους έλεγε κανένας το όχι, γιατί οι ρώτησες των γυναικών ήτανε τες περσότερες φορές συντροφευμένες από τες κανονιές του Μισολογγιού και η γή έτρεμε από κάτου από τα πόδια μας.
11. Και οι πλέον πάμπτωχοι εβγάνανε το οβολάκι τους και το δίνανε και εκάνανε το σταυρό τους κοιτάζοντας κατά το Μισολόγγι και κλαίοντας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 4

ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΟΥ ΜΙΣΟΛΟΓΓΙΟΥ ΔΙΑΚΟΝΕΥΟΥΝΕ
ΚΑΙ Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΗΣ ΖΑΚΥΝΘΟΣ ΕΧΕΙ ΔΟΥΛΕΙΑ


1. Ωστόσο η γυναίκα της Ζάκυνθος είχε στα γόνατα τη θυγατέρα της και επολέμαε να την καλοπιάσει.
2. Έβαλε λοιπόν το ζουρλάδι τα μαλλιά της από πίσω από τ' αυτιά, γιατί η ανησυχία τής τάχε πετάξει, και έλεγε φιλώντας τα μάτια της θυγατρός της:
3. “Μάτια μου, ψυχή μου, να γένεις καλή, να πανδρευθείς, και να βγαίνουμε και να μπαίνουμε, και να βλέπουμε τον κόσμο, και να καθόμαστε μαζί στο παρεθύρι να διαβάζουμε τη θεία Γραφή και τη Χαλιμά”.
4. Και αφού την εχάϊδεψε και της φίλησε τα μάτια και τα χείλια, την άφησε απάνου στην καθίκλα λέοντας της: Να και ένα καθρεφτάκι και κοιτάξου που είσ' όμορφη και μου μοιάζεις.
5. Και η κόρη που δεν ήτανε μαθημένη με τα καλά ησύχασε, και από τη χαρά της εδάκρυσε.
6. Και ιδού μεγάλη ταραχή ποδιών, οπού πάντοτες αύξαινε.
7. Και εσταμάτησε κοιτάζοντας κατά τη θύρα και φουσκώνοντας τα ρουθούνια της.
8. Και ιδού παρεσιάζουνται ομπρός της οι γυναίκες του Μισολογγιού. Εβάλανε το δεξί τους στα στήθια και επροσκυνήσανε· και εμείνανε σιωπηλές και ακίνητες.
9. “Και έτσι δα, πώς; Τι κάνουμε; θα παίξουμε; Τι ορίζετε, κυράδες; Εκάμετε αναβαίνοντας τόση ταραχή με τα συρτοπάπουτσα, που λογιάζω πως ήρθετε να μου δώσετε προσταγές”.
10. Και όλες εμείνανε σιωπηλές και ακίνητες· αλλά μία είπε: “Άμ' έχεις δίκαιο. Είσαι στην πατρίδα σου και στο σπίτι σου, και μείς είμαστε ξένες και όλο σπρώξιμο θέλουμε”.
11. Και ετότες η γυναίκα της Ζάκυνθος την αντίσκοψε και αποκρίθηκε: “Κυρά δασκάλα, όλα τα χάσετε, αλλά από εκείνο που ακούω η γλώσσα σας έμεινε.
12. ”Είμαι στην πατρίδα μου και στο σπίτι μου; Και η αφεντιά σου δεν ήσουνα στην πατρίδα σου και στο σπίτι σου;
13. ”Και τί σας έλειπε, και τίι κακό είδετε από τον Τούρκο; Δε σας άφηνε φαητά, δούλους, περιβόλια, πλούτια; Και δόξα σοι ο θεός είχετε περσότερα από εκείνα που έχω εγώ.
14. ”Σας είπα εγώ ίσως να χτυπήσετε τον Τούρκο, που ερχόστενε τώρα σε με να μου γυρέψετε και να με βρίσετε;
15. ”Ναίσκε! Εβγήκετε όξω να κάμετε παλληκαριές. Οι γυναίκες επολεμούσετε (όμορφο πράμα που ήθελ' ήσθενε με τουφέκι και με βελέσι· ή εβάνετε και βρακί;). Και κάτι εκάμετε στην αρχή, γιατί επήρετε τα άτυχα παλληκάρια της Τουρκιάς ξάφνου.
16. ”Και πώς εμπόρειε ποτέ του να υποφτευθεί τέτοια προδοσία; Τόθελε ο Θεός; Δεν ανακατωνόστενε με δαύτον μέρα και νύχτα;
17. ”Τόσο κάνει και εγώ να μπήξω το μαχαίρι μες στο ξημέρωμα στο λαιμό του ανδρός μου (που να τόνε πάρει ο διάολος).
18. ”Και τώρα που βλέπετε πως πάνε τα πράματα σας κακά, θέλτε να πέσει το βάρος απάνου μου.
19. ”Καλή, μα την αλήθεια. Αύριο πέφτει το Μισολόγγι, βάνουνε σε τάξη την Ελλάδα τη ζουρλή οι βασιλιάδες, εις τους οποίους έχω όλες μου τες ελπίδες,
20. ”και όσοι μείνουνε από τον ξολοθρεμό έρχονται στη Ζάκυνθο να τους θρέψουμε, και με την κοιλιά γιομάτη μας βρίζουνε”.
21. Λέοντας εσιώπησε ολίγο κοιτάζοντας μες στα μάτια τες γυναίκες του Μισολογγιού.
22. “Και έτσι ξέρω και μιλώ και εγώ, ναί ή όχι; Και τώρα δα τί ακαρτερείτε; Ευρήκετε ίσως ευχαρίστηση να με ακούτε να μιλώ;
23. ”Εσείς δεν έχετε άλλη δουλειά παρά να ψωμοζητάτε. Και, να πούμε την αλήθεια, στοχάζουμαι πως θε νάναι μια θαράπαψη για όποιον δεν ντρέπεται.
24. ”Αλλά εγώ έχω δουλειά. Ακούστε; έχω δουλειά”. Και φωνάζοντας τέτοια δεν ήτανε πλέον το τριπίθαμο μπουρίκι, αλλά εφάνηκε σωστή.
25. Γιατί ασηκώθηκε με μεγάλο θυμό στην άκρη των ποδιών, και μόλις άγγισε το πάτωμα και εγκρίλωσε τα μάτια, και το άβλαφτο μάτι εφάνηκε αλληγορικό και το αλληθώρικο έσιαξε. Και εγίνηκε σαν την προσωπίδα την ύψινη οπού χύνουνε οι ζωγράφοι εις τα πρόσωπα των νεκρών για να...
26. Και όποιος την έβλεπε να ξανάρθει στην πρώτη της μορφή έλεγε: Ο διάβολος ίσως την είχε αδράξει, αλλά εμετάνιωσε και την άφησε, για το μίσος που έχει του κόσμου.
27. Και η θυγατέρα της κοιτάζοντας την εφώναξε· και οι δούλοι εξαστόχησαν την πείνα τους, και οι γυναίκες του Μισολογγιού εκατέβηκαν χωρίς να κάμουνε ταραχή.
28. Ετότες η γυναίκα της Ζάκυνθος βάνοντας την απαλάμη απάνου στην καρδιά της και αναστενάζοντας δυνατά, είπε:
29. “Πως μου χτυπάει, Θέ μου, η καρδιά, που μου έπλασες τόσο καλή!
30. ”Με συγχύσανε αυτές οι πόρνες! Όλες οι γυναίκες του κόσμου είναι πόρνες.
31. ”Αλλά εσύ, κόρη μου, δε θε νάσαι πόρνη σαν την αδελφή μου και σαν τις άλλες γυναίκες του τόπου μου!
32. ”Κάλλιο θάνατος. Και εσύ, μάτια μου, εσκιάχθηκες. Έλα, στάσου ήσυχη, γιατί αν αναδευτείς από αυτήν την καθίκλα, κράζω ευθύς οπίσω εκείνες τές στρίγλες και σε τρώνε”.
33. Και οι δούλοι είχαν πάγει στο μαγερειό χωρίς να καρτερέσουν την προσταγή της γυναικός, και εκεί άρχισαν να μιλούν για την πείνα τους.
34. Και η γυναίκα ετότες εμπήκε στο δώμα της.
35. Και σε λίγο έγινε μεγάλη σιωπή και άκουσα το κρεβάτι να τρίξει πρώτα λίγο και κατόπι πολύ. Και ανάμεσα στο τρίξιμο εβγαίνανε λαχανιάσματα και γογγυσμοί.
36. καθώς κάνουν οι βαστάζοι όταν οι κακότυχοι έχουν βάρος εις την πλάτη τους ανυπόφορτο.
37. Και έφυγα από την πέτρα του σκανδάλου εγώ Διονύσιος Ιερομόναχος. Και ό,τι έβγαινα από τη θύρα του σπιτιού απάντηξα τον άνδρα της γυναικός οπού ανέβαινε.


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 5

ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΑΠΑΝΟΥ ΣΤΟ ΠΕΣΙΜΟ ΤΟΥ ΜΙΣΟΛΟΓΓΙΟΥ


1. Και ακολούθησα τές γυναίκες του Μισολογγιού, οι όποιες εστρωθήκανε στ' ακρογιάλι, και εγώ ήμουνα από πίσω από μιά φράχτη και εκοίταζα.
2. Και κάθε μία έβαλε το χέρι και έβγαλε ό,τι κι αν εμάζωξε, και εκάμανε ένα σωρό.
3. Και μια απ' αυτές απλώνοντας το χέρι και ψηλαφίζοντας το γιαλό: Αδερφάδες, εφώναξε,
4. ακούτε, αν έκαμε ποτέ τέτοιο σεισμό σαν και τώρα, το Μισολόγγι ίσως νικάει, ίσως πέφτει.
5. Και εκίνησα για να φύγω και είδα από πίσω από την εκκλησία (ιδές πως τη λένε) μια γριούλα, οπού είχε στήσει ανάμεσα στα χόρτα μικρά κεράκια και έκαιε λιβάνι· και τα κεράκια στην πρασινάδα ελάμπανε και το λιβάνι ανέβαινε.
6. Και ασήκωνε τα ξερόχερα παίρνοντας από το λιβάνι και κλαίοντας, και αναδεύοντας το ξεδοντιασμένο στόμα επαρακάλειε.
7. Κ' εγώ άκουγα μέσα μου μεγάλη ταραχή και με συνεπήρε το πνεύμα στο Μισολόγγι. Και δεν έβλεπα μήτε το κάστρο, μήτε το στρατόπεδο, μήτε τη λίμνη, μήτε τη θάλασσα, μήτε τη γη που επάτουνα, μήτε τον ουρανό· πολιορκούμενους και πολιορκισμένους και όλα τα έργα τους και όλα τα πάντα τα εκατασκέπαζε μαυρίλα και πίσσα.
8. Και ύψωσα τα μάτια και τα χέρια κατά τον ουρανό για να κάμω δέηση με όλη τη θερμότητα της ψυχής, και είδα φωτισμένη από μιαν ακατάπαυστη σπιθοβολή μια γυναίκα με μια λύρα στο χέρι που εσταμάτησε ανάερα μες στην καπνούρα.
9. Και μόλις έλαβα καιρό να θαμάξω για το φόρεμα της που ήτανε μαύρο σαν του λαγού το αίμα, για τα μάτια της, κτλ., εσταμάτησε η γυναίκα μες στήν καπνούρα και εκοίταε τη μάχη, και η μύρια σπίθα οπού πετιέται ψηλά εγγίζει το φόρεμα της και σβένεται.
10. Άπλωσε τα δάχτυλα στη λύρα και την άκουσα να ψάλει τα ακόλουθα:
    Το χάραμα επήρα
    Του ήλιου το δρόμο
    Κρεμώντας τη λύρα
    Τη δίκαιη στον ωμό.
    Κι απ' όπου χαράζει
    Κι' ως όπου βυθά κτλ.
11. Και ό,τι είχε αποτελειωμένα τα λόγια της η Θεά, οι δικοί μας εκάνανε φοβερές φωνές για τη νίκη που εκάμανε. Και οι δικοί μας και όλα μού έγιναν άφαντα, και τα σωθικά μου πάλι φοβερά εταραχθήκανε και μου φάνηκε πως εκουφάθηκα και εστραβώθηκα.
12. Και σε λίγο είδα ομπρός μου τη γριούλα οπού έλεγε: Δόξα σοι ο Θεός, Ιερομόναχε, έλεα πως κάτι σούρθε. Σ' έκραξα, σ' εκούνησα, και δεν άκουγες τίποτες, και τα μάτια σου εσταμάτιζαν στον αέρα, ενώ τώρα στα στερνά η γης εσκιρτούσε σαν το χόχλο στο νερό που αναβράζει. Τώρα ό,τι έπαψε που ετελειώσανε τα κεράκια και το λιβάνι. Λες οι δικοί μας να εκερδέσανε;
13. Και εκίνησα με το Χάρο μες στην καρδιά μου να φύγω. Και η γριούλα έπειτα που φίλησε το χέρι κάνοντας μια μετάνοια είπε: Και τι παγωμένο πούναι το χέρι σου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 6

ΤΟ ΜΕΛΛΟΝΤΑ ΓΕΝΑΜΕΝΟ ΠΑΡΟΝ. Η ΚΑΚΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ


1. Και εκοίταξα τριγύρου και δεν έβλεπα τίποτες και είπα:
2. Ο Κύριος δε θέλει να ιδώ άλλο. Και γυρίζοντας το πρόσωπο οπού ήταν οι πλάτες μου εκίνησα για να πάω στον Άι-Λύπιο.
3. Αλλά άκουσα να τρέμει η γης από κάτου από τα πόδια μου, και πλήθος αστραπές εγιόμοζαν τον αέρα πάντα αυξαίνοντας τη γοργότητα και τη λάμψη. Και εσκιάχθηκα, γιατί η ώρα ήτανε κοντά στ' άγρια μεσανύχτια.
4. Τόσο, που έσπρωξα ομπρός τα χέρια μου, καθώς κάνει ο ανθρωπος οπού δεν έχει το φως του.
5. Και ευρέθηκα οπίσω από έναν καθρέφτη, ανάμεσα σ' αυτόνε και στον τοίχο. Και ο καθρέφτης είχε τον ψήλο του δώματος.
6. Και μιά φωνή δυνατή και ογλήγορη μου εβάρεσε την ακουή λέγοντας:
7. Ώ Διονύσιε Ιερομόναχε, το μέλλοντα θε να γίνει τώρα για σε παρόν. Ακαρτέρει και βλέπεις εκδίκησην Θεού.
8. Και μιά άλλη φωνή μου είπε τα ίδια λόγια τραυλίζοντας.
9. Και αυτή η δεύτερη φωνή ήτανε ενού γέρου που απέθανε και είχα γνωρίσει. Και εθαύμαξα γιατί ήταν η πρώτη φορά που άκουσα την ψυχή του ανθρώπου να τραυλίζει. Και άκουσα ένα τρίτο μουρμουρητό που εφαινότουνα μία φυσηματιά μες στον καλαμιώνα, όμως δεν άκουσα λόγια.
10 Και εκοίταξα ανάερα για να ξανοίξω πούθεν εβγαίνανε αυτές οι φωνές, και δεν είδα παρά τους δύο χοντρούς και μακρίους πέρονους που εβγαίνανε από τον τοίχο, στους οποίους ακουμπούσε ο καθρέφτης δεμένος από τη μέση.
11. Και αναστενάζοντας βαθιά, καθώς κάνει ο ανθρωπος οπού βρίσκεται γερασμένος, αγρίκησα μυρωδία από λείψανο.
12. Και εβγήκα από κεί και εκοίταξα τριγύρω και είδα.
13. Είδα αντίκρυ από τον καθρέφτη στην άκρη της κάμερας ένα κρεβάτι, και κοντά στο κρεβάτι ένα φως. Και εφαινότουνα πως δεν ήτουνα μες στο κρεβάτι τίποτες, και απάνου ήτανε πολλή μύγα κουλουμωτή.
14. Και απάνου στο προσκέφαλο είδα σα μιά κεφαλή ακίνητη και και λιανή σαν εκείνες που κάνουνε στα χέρια και στα στήθια οι πελαγίσιοι με το βελόνι.
15. Και είπα μέσα μου: Ο Κύριος μου έστειλε ετούτη τη θέα για σύμβολο σκοτεινό της θέλησής του.
16 Για τούτο εγώ, παρακαλώντας θερμά τον Κύριον να καταδεχτεί να με βοηθήσει για να καταλάβω αυτό το σύμβολο, εσίμωσα το κρεβάτι.
17. Και κάτι αναδεύτηκε μες στα σεντόνια τα λερωμένα και ξεντερολοϊσμένα και αιματωμένα.
18. Και κοιτάζοντας καλύτερα στην εικόνα του προσκέφαλου εταραχθήκανε τα σωθικά μου, γιατί από ένα κίνημα που έκαμε με το στόμα εγνώρισα τη γυναίκα της Ζάκυνθος που εκοιμότουνα σκεπασμένη από το σεντόνι ως το λαιμό, όλη φθαρμένη από το τηχτικό.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 7

ΔΕ ΣΟΥ ΔΙΝΩ ΜΗΤΕ ΕΝΑ ΨΙΧΑΛΟ


1. Αλλά εκαλοκοίταξα εκείνον τον ύπνο και εκατάλαβα που ήθελε βαστάξει λίγο, για να δώσει τόπο του αλλουνού πούναι χωρίς ονείρατα.
2. Και επειδή εκεί μέσα δεν ήτανε ούτε φίλος ούτε δικός, ούτε γιατρός ούτε πνεματικός, εγώ Διονύσιος Ιερομόναχος έσκυψα και με τα καλά της έλεγα να ξαγορευθεί.
3. Και αυτή εμισάνοιξε το στόμα της και έδειξε τα δόντια της ακλουθώντας να κοιμάται.
4. Και ιδού η πρώτη φωνή η αγνώριστη που μούπε στο δεξί αυτί: Η δύστυχη θρέφει πάντα στο νου της φούρκες, φυλακές και Τούρκους που νικάνε και Γραικούς που σφάζονται.
5. Τούτη τη στιγμή βλέπει στον ύπνο της το πράγμα που πάντοτες απεθύμουνε, ήγουν την αδελφή της που διακονεύει, και για τούτο την είδες τώρα που εχαμογέλασε.
6. Και η δεύτερη φωνή που εγνώριζα εξανάειπε τα ίδια λόγια τραυλίζοντας και κάνοντας ένα σωρό όρκους καθώς από ζώντας εσυνηθούσε:
7. Αλήθεια, μα-μα-μαα-μά την Παναγιά, άκουσ' εδώ, αααλήθεια, μμμά τον Άι-Νικόλα άκουσ' εδώ, αλλλήθεια, άκουσ' εδώ, μα τον Άι-Σπυ-σπυρί-δωνα αλήθεια, μα τ' αγναχραρα-χραχρα-γράχναντα μυστήρια του Θεού. Και ιδού πάλι το μουρμουρητό που εφαινότουνα η φυσηματιά μες στον καλαμιώνα.”
8. Ξάφνου η γυναίκα έβγαλε το χέρι από το σεντόνι και εχτύπησε, και οι μύγες ασηκωθήκανε.
9. Και ανάμεσα στη βουή οπού εκάνανε άκουσα τη φωνή της γυναικός οπού εφώναξε: Όξω, πόρνη, από δώ. Δε σου δίνω μήτε ένα ψίχαλο.
10. Και ετίναξε το χέρι όξω από το κρεβάτι σα για να διώξει μακριά την αδελφή της που της φαινότουνα πως ήλθε να διακονέψει.
11. Και εξεσκεπάσθηκε σχεδόν όλη από το λερωμένο σεντόνι και εφάνηκε ένα ψοφογάτσουλο οπού ξετρουπώνει από την κροπιά ένας ανεμοστρούφουλας.
12. Αλλά εχτύπησε το χέρι της σε μια κάσα πεθαμένου, που ευρέθηκε εκεί ξάφνου, και εκόπηκε το όνειρο της αμαρτωλής.
13. Και άνοιξε τα μάτια της, και βλέποντας την κάσα ανατρίχιασε, γιατί εσκιάχθηκε μη τη βάλανε εκεί στοχάζοντάς τηνε πεθαμένη.
14. Και ετοιμαζότουνα να φωνάξει δυνατά για να δείξει πως δεν απέθανε, αλλά ιδού προβαίνει από την κάσα μια κεφαλή γυναικεία φθαρμένη και αυτή από το τηχτικό, που αγκαλά και πλέον ηλικιωμένη πολύ της έμοιαζε.
15. Πηδάει στη ζερβιά του κρεβατιού, αλλά εχτύπησε τη μούρη της σε μιάν άλλη κάσα, και όξω από αυτή ένα κεφάλι γέρου, και ήτανε ο γέρος που εγνώριζα.
16. Και το πρόσωπο του γέρου ήτανε σαν τον τζίτζικα, και της παιδούλας σαν την έκλειψη του φεγγαριού, και της γραίας σαν τ' άγρια μεσάνυχτα.
17. Και έτσι εγνώρισα ότι έμελλε της γυναικός βρεθεί πριν ξεψυχήσει ανάμεσα στον πατέρα της και στη μάνα της και στη θυγατέρα της.
18. Και έφριξα και έστριψα στην αντίκρυ μερία το πρόσωπο μου, και εξανάσανε το μάτι μου στον καθρέφτη, ο οποίος δεν έδειχνε παρά τη γυναίκα μοναχή και εμέ και το φως.
19. Γιατί τα σώματα των άλλων τριών ησυχάσανε στο μνήμα τους, από τα οποία θα πεταχθούν όταν βαρέσει η Σάλπιγγα,
20. μαζί μ' εμέ, το Διονύσιο τον Ιερομόναχο, μαζί με τη γυναίκα της Ζάκυνθος, μαζί με όλα τα τέκνα του Αδάμ στη μεγάλη κοιλάδα του Ιωσαφάθ.
21. Και άρχισα να συλλογισθώ απάνου στη δικαιοσύνη του Θεού, που θε νάναι αυτή την ημέρα φανούσιμη, και το μάτι (προσηλωμένο στον καθρέφτη) εμποδίσθηκε από το λογισμό.
22. Αλλά ακολούθως ο λογισμός εμποδίστηκε από το μάτι,
23. επειδή στριφογυρίζοντας εγώ έπειτα τα μάτια εδώ και εκεί, καθώς κάνει ο άνθρωπος που συλλογίζεται πράμα δύσκολο που πολεμάει να καταλάβει,
24. είδα από την κλειδωνότρουπα που κάτι εμπόδιζε το φως και εβάστουνε πολληώρα και έπειτα εξαναφαινότουνα.
25. Και ακουότουνα ακολούθως ένα μουρμουρητό στην άλλη κάμερα, και δεν εκαταλάβαινα τίποτες, και εξανακοίταξα στο μέρος της οπτασίας.
26. Και ήτανε μεγάλη σιωπή και δεν άκουες να βουίξει μήτε μια μύγα από τόσο πλήθος, γιατί ήτανε όλες μαζωμένες εις τον καθρέφτη,
27. Ο οποίος εις πολλά μέρη επαράσταινε το χρώμα του πέπλου, που το βάνουνε όταν λείπει για πάντα κανένας από τη φαμιλιά.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 8

ΤΟ ΖΩΝΑΡΙ


1. Αλλά η μάνα της χωρίς να κοιτάξει κατά τη θύρα, χωρίς να κοιτάξει τη θυγατέρα της, χωρίς να κοιτάξει κανέναν, αρχίνησε:
2. Ετούτη τη στιγμή το μάτι και το αυτί του παιδιού σου σε παραμονεύει την κλειδωνότρουπα, και σε απομακραίνει, γιατί σκιάζεται το κακό σου. Και έτσι έκαμες και εσύ μ' εμέ.
* * *
3. Για τούτο σόδωσα την κατάρα μου γονατισμένη και ξέπλεκη εις την πίκρα της ψυχής μου, όταν ασήμαιναν όλες οι εκκλησίες την ημέρα του Πάσχα.
4. Στην ξανάδωσα μίαν ώρα πριν ξεψυχήσω, και τώρα στην ξαναδίνω κακό και ανάποδο θηλυκό.
5. Και η τρίδιπλη κατάρα θέλει είναι αληθινή και ενεργητική στο κορμί σου και στην ψυχή σου, καθώς είναι αληθινά και ενεργητικά στον φαινόμενο και στον αόρατο κόσμο τα τρία προσώπατα της Αγίας Τριάδας.
6. Έτσι λέοντας έβγαλε ένα ζωνάρι που ήτανε του ανδρός της, το χουχούλισε τρείς φορές και το πέταξε μες στα μούτρα της.
7. Και ο γέρος ετραύλισε ετούτα τα ύστερα λόγια, και η παιδούλα αναδεύτηκε στο κόκκινο προσκέφαλο σαν το μισοσκοτωμένο πουλί.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΥΣΤΕΡΟΝ (9)

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΗΣ ΖΑΚΥΝΘΟΣ ΛΑΒΑΙΝΕΙ ΤΗ ΣΤΕΡΝΗ ΤΗΣ ΘΑΡΑΠΑΨΗ


1. Και εχαθήκανε με τες κάσες, και η γυναίκα μοναχά ετότες άκουσε δύναμη να μπορέσει να πεταχτεί.
2. Και εχύθηκε πηδώντας ψηλά σαν τ' άστρο του καλοκαιριού που στον αέρα χύνεται δέκα οργιές άστρο.
3. Και εχτύπησε στον καθρέφτη και οι μύγες εφύγανε και εβουίζανε στο πρόσωπό της κουλουμωτές.
4. Και αυτή, λογιάζοντας πως ήταν οι γονέοι της έτρεχε εδώ και εκεί,
5. ανοιγοκλειώντας τη φούχτα κάτι νάβρει για διαφέντεψη, και ηύρηκε το ζωνάρι, και με κείνο άρχισε να χτυπάει.
6. Και όσο εχτυπούσε, τόσο οι μύγες εβουίζανε, και τόσο αυτή εκατατρόμαζε, όσο που τέλος πάντων έχασε το νου της ολότελα.
7. Γιατί τρέχοντας με το πουκάμισο, που η φιλαργυρία τόχε κάμει κοντό, έτρεξε το μάτι της στον καθρέφτη,
8. και εσταμάτηξε και δεν εγνώρισε τον εαυτό της, και άπλωσε το δάχτυλο και αναγέλασε:
9. “Ώ κορμί, ώ κορμί! Τί πουκάμισο! Έ, καταλαβαίνω εγώ. Κάν ποιος πονηρός μπορεί να μου κρύψει την πονηριά του; Εκείνο το πουκάμισο με κάνει να καταλάβω πως καμώνεται τρέλα για νάν έτοιμος να κριματίσει.
10. ”Αλλά ποιός νάναι; Μα την αλήθεια που της μοιάζει ολίγο. Άα! είσ' εσύ μπομπόκορμο, βρωμοπόρνη, μυγόχεσμα του σπιταλιού, τσίπλα της γουρούνας, σκατή, γαϊδούρα, κροπολόγα.
11. ”Νά, τέλος πάντων, ό,τι σου προφήτεψα, και οι φίλοι σου οι αγαπημένοι. Δέ σόμεινε μήτε δισκάρι να διακονεύεις με δαύτο.
12. ”Είσαι στα χέρια μου. Τί θέλεις; Να σου κάμω ψυχικό; Τώρα στο κάνω. Να ιδώ ά σου μείνει φωνή να πεις πως είμαι μουρλή”.
13. Έτσι λέοντας έκαμε ένα γύρο και εβάλθηκε με μεγάλη λύσσα να χορεύει, και το πουκάμισο το κοντό ευρισκότουνα στο πρόσωπο της. Και τα μαλλιά, μαύρα και λιγδωμένα, έλεγες πως είναι φιδόπουλα οπού γένονται ανάμεσα τους κομμάτια απάνου στον κορνιαχτό.
14. Και στη ζέστα του χορού έκανε με το ζωνάρι μία θηλιά, και ο χορός εβάσταξε όσο να κάμει τη θηλιά.
15. Και είπε: “Ακλούθα με από πίσω από τον καθρέφτη, να σου κάμω το ψυχικό, να ιδώ ά σου μείνει φωνή να πεις πως είμαι ζουρλή.
16. “Γιατί έρχεται κάπου κάπου ο γάιδαρος ο γιατρός, οπού θα σ' έχει και εκείνος, και του σκαρφίστηκε πως είμαι άρρωστη”.
17. Και επήγε οπίσω από τον καθρέφτη, και την άκουα να κάνει μεγάλη ταραχή.
18. Και έσκασε ένα γέλιο μεγάλο που αντιβούισε η κάμερα φωνάζοντας. Νά, μάτια μου, το ψυχικό.
19. Ετότες έπεσα με τα γόνατα χάμου να κάμω δέηση για να την κάμει ο Κύριος να μην είναι έξω φρενών, για το λίγο ακόμη πόχει να ζήσει, και να της πάψει η κακία.
20. Και τελειωμένη η δέηση εκοίταξα χάμου οπίσω από τον καθρέφτη στοχάζοντάς τηνε λιγωμένη, και δεν ήτον εκεί.
21. Και αισθάνθηκα το αίμα μου να τραβηχτεί από τα μαγουλά μου.
22. Και έπεσε το κεφάλι απάνου στα στήθια μου, και είπα μέσα μου:
23. Ο θεός ξέρει που έφυγε η δύστυχη, ενώ επαρακάλεα για αυτήν με τη θέρμη της ψυχής μου.
24. Και επέρασα πέρα με το κεφάλι σκυφτό και στοχασμένο να πάω να την εύρω.
25. Και άκουσα στο μέτωπο κάποιον τί κ' έπεσα ξαφνισμένος τ' ανάσκελα.
26. Κι εσηκώθηκα και επήα οπίσω από τον καθρέφτη και είδα τη γυναίκα της Ζάκυνθος που εκρεμότουνα και εκυμάτιζε.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΥΣΤΕΡΟΝ (10)


1. Και ασηκώθηκα όλος τετρομασμένος φωνάζοντας: Μνήσθητί μου, Κύριε, μνήσθητί μου, Κύριε, και άκουσα ποδοβολή ανθρώπων που ανέβαιναν τές σκάλες.
2. Και ήταν καμιά δεκαπενταριά ανθρώποι και οι περσότεροι εφορούσαν μια προσωπίδα, όξω από πέντε, οπού εγνώρισα πολλά καλά.
3. Ο ένας (ζωγράφισε τους όλους τους πέντε).
4. Και επειδή χωρίς ν' αγαπάν τη γυναίκα εσυχνάζανε σπίτι της και αρχινήσανε να σκούζουνε,
5. Και εγώ γυρίζοντας κατ' αυτούς τους είπα: Όξω από δώ, όξω από δώ! Τα κρίματά σας σας εσύρανε εδώ. Τούτος ο τόπος είναι κεραυνοκράχτης, γιατί ο θεός τον μισάει.
6. Και εφοβήθηκαν ολίγο, όμως δεν εφεύγανε.
7. Και εστάθηκα σιωπηλός για νάβρω τί να τους πω για να φύγουνε.
8. Και τους είπα: “Παιδιά, ακούστε τα λόγια του Διονυσίου του Ιερομόναχου. Εγώ για με πάω να κάμω δέηση και σας αφήνω εδώ.
9. Βάλτε το χέρι στη συνείδηση σας, εσύ Μ., εσύ Γ., εσύ Κ., εσύ Π., εσύ Τ. (γιατί σας τους άλλους δε σας γνωρίζω), και ιδέστε τι μπορεί νάβγει εάν μείνετε. Η διοίκηση σας γνωρίζει και βρίσκοντας σας εδώ θέλει πει πως την εφουρκίσετε εσείς”.
10. Ετότε τους είδα να πισωπλατίσουν όλους, σπρώχνοντας ο ένας τον άλλον ποιός να πρωτοφύγει, και εροβολούσαν τές σκάλες με μια ταραχή οπού μου φάνηκε πως οι περσότεροι εγκρεμιζόντανε.

«Διονύσιος Σολωμός»


«Διονύσιος Σολωμός»

Ο Διονύσιος Σολωμός είναι ο μεγαλύτερος ποιητής του προπερασμένου αιώνα. Αρχηγός της Επτανησιακής σχολής, ηγέτης του νεοελληνικού έμμετρου λόγου, που ουσιαστικά αρχίζει μετά από αυτόν και, τέλος, Εθνικός της Ελλάδας, και γιατί έγραψε τον Εθνικό μας Ύμνο και γιατί τον νεοελληνικό ποιητικό λόγο, και γιατί ύμνησε τον Εθνικό αγώνα της Ανεξαρτησίας, και γιατί πρώτος χρησιμοποίησε στον ποιητικό και πεζό του λόγο την εθνική λαϊκή μας γλώσσα, τη δημοτική.
Γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1789 (έτος του μαρτυρίου του Ρήγα) και πέθανε στην Κέρκυρα το 1859, δυο χρόνια πριν γεννηθεί ο Παλαμάς. Ο πατέρας του Νικόλαος Σολωμός ήταν πλούσιος άρχοντας και κόμης, ενώ η μητέρα του, Αγγελική Νίκολη, ήταν γυναίκα του λαού. Έμεινε ορφανός σε νεαρή ηλικία, αλλά τα άφθονα οικονομικά μέσα του επέτρεψαν να συνεχίσει τις σπουδές του. Σε ηλικία δέκα χρονών, συνοδευόμενος από τον οικοδιδάσκαλό του καθολικό αββά Σάντο Ρόσσι, πήγε στη Βενετία και συνέχισε πανεπιστημιακές σπουδές στην Κρεμόνα και την Παβία της Ιταλίας.
Τα ενδιαφέροντα του ήταν φιλολογικά, δεδομένου μάλιστα ότι από μικρός στιχουργούσε ο ίδιος. Η λαμπρή άνθηση της ιταλικής φιλολογίας δεν τον άφησε ανεπηρέαστο. Καθώς μάλιστα μιλούσε πλέον θαυμάσια την ιταλική γλώσσα, τα ποιήματα του τα έγραφε ιταλικά. Εξάλλου γνωρίστηκε με γνωστά ονόματα της πνευματικής Ιταλίας (Μαντσόνι, Μόντι κ.ά.), μπήκε στους φιλολογικούς κύκλους τους, και τελειοποιούμενος ολοένα στις ποιητικές κατακτήσεις του, εξελισσόταν σ' έναν καλό ποιητή της ιταλικής γλώσσας.
Το 1818 χρειάστηκε να γυρίσει στη Ζάκυνθο. Τα δέκα χρόνια που έζησε στην Ιταλία τον είχαν επηρεάσει βαθύτατα, ώστε και στην Ελλάδα να συνεχίσει γράφοντας ιταλικά. Αλλά το 1822 η γνωριμία του και οι συζητήσεις του με τον Σπυρίδωνα Τρικούπη τον έπεισαν, ότι έπρεπε να γίνει Έλληνας ποιητής, να γράφει στην ελληνική γλώσσα, και μάλιστα στη γλώσσα του λαού, τη δημοτική.
Άρχισε τότε να διαβάζει τον Χριστόπουλο, να μελετάει τα δημοτικά τραγούδια, να παρακολουθεί όλη την πριν απ' αυτόν ποιητική παραγωγή (τη λεγομένη προσολωμική), ώσπου να είναι σε θέση να γράψει ελληνικά ποιήματα. Το πρώτο ποίημα του, που έδειξε στον Τρικούπη ήταν η «Ξανθούλα». Το 1823 έγραψε τον «Υμνον εις την Ελευθερίαν», που τυπώθηκε τον επόμενο χρόνο στο Μεσολόγγι. Τον ίδιο μήνα, στο Μεσολόγγι, πέθανε ο Λόρδος Βύρων, στον οποίο ο Σολωμός αφιέρωσε συγκινητικό ποίημα. Στα 1826 γράφει τον «Λάμπρο» και τη «φαρμακωμένη». Αλλά το μεγάλο, το επικό γεγονός της χρονιάς αυτής, ήταν η παρατεινόμενη τρομερή πολιορκία του Μεσολογγίου και η θαυμαστή πίστη και αντοχή των «ελευθέρων πολιορκημένων». Τα κανόνια ακούγονταν ως την Ζάκυνθο, και οι πρόσφυγες Μεσολογγίτες γυρνούσαν στους δρόμους της Ζακύνθου ζητώντας ελεημοσύνη. Με εθνική συγκίνηση, και ψυχικό ρίγος παρακολουθούσε ο ποιητής την Εθνική εποποιία, από την οποία προέκυψε η ποιητική του σύνθεση των «Ελευθέρων πολιορκημένων».
Το 1828 ο Σολωμός πηγαίνει στην Κέρκυρα, σημαντικό πνευματικό κέντρο της εποχής, και ζει εκεί ως αρχηγός κύκλου θαυμαστών και ποιητών ενός πυρήνα από πνευματικούς ανθρώπους με μεγάλη μόρφωση, με προοδευτικές και φιλελεύθερες ιδέες, με αισθητική κατάρτιση, με αυστηρές αξιώσεις από την τέχνη και με φιλοδοξίες για μιαν αναγέννηση της Νεοελληνικής Γραμματείας. Είναι ο κύκλος που δημιούργησε την Επτανησιακή Σχολή, με αρχηγό, καθοδηγητή και σύμβουλο τον Σολωμό. Από τον κύκλο αυτόν αρχίζει η ποιητική άνοδος της ελληνικής ποίησης, πολλές δεκάδες χρόνια πριν από την Αθήνα, όπου ο Παλαμάς δημιούργησε μία δεύτερη ποιητική αναγέννηση.
Ο Σολωμός στο διάστημα 1847-51 επιχείρησε να ξαναγράψει ιταλικά ποιήματα. Ήταν όμως ήδη Έλληνας ποιητής, ο μεγαλύτερος ποιητής του καιρού του, μία μορφή γεμάτη αίγλη, κύρος και δόξα για ολόκληρη την Ελλάδα. Είχε πετύχει να ξεπεράσει τη μεγάλη δυσκολία της γλώσσας, να την κατακτήσει και να την αξιοποιήσει με ποιητικά αριστουργήματα, στα οποία έβλεπες τον μεγάλο τεχνίτη.
Ήταν τόσο γενική και στερεή η φήμη του, ώστε, όταν μαθεύτηκε ο θάνατος του (21 Νοεμβρίου 1857) όλος ο λαός πένθησε. Το θέατρο της Κέρκυρας έκλεισε, η Ιόνια Βουλή σταμάτησε τις εργασίες της και αποφάσισε να γίνει δημόσιο το πένθος για τον ποιητή.
Δύο χρόνια αργότερα, το 1859, κυκλοφόρησαν τα «Άπαντα» του Σολωμού, σε έκδοση και με πρόλογο του Ιάκωβου Πολυλά, ενός από τους οξυνούστερους παράγοντες του φιλολογικού του κύκλου, που έμεινε πλέον και ο ηγέτης του κύκλου αυτού.
Το 1864 οι πρώτες στροφές από τον «Yμνον εις την Eλευθερίαν» του Σολωμού ορίστηκε ως ο Εθνικός ύμνος της Ελλάδας. Ήταν η πρώτη επίσημη αναγνώριση του ποιητή στην κυρίως Ελλάδα. Η επιβολή του ονόματός του σε ευρύτερα στρώματα έφερε ως επακόλουθο και την ευρύτερη διάδοση του έργου του, που άσκησε σιγά-σιγά την επήρεια του επί μία εικοσαετία και τελικά αποτέλεσε την αφετηρία, για ένα ξεκίνημα των νέων ποιητών, πάνω σε καινούριες βάσεις και έξω από τους θρήνους και ολοφυρμούς των ρομαντικών.
Οι χτυπητές λέξεις, οι φλύαροι στίχοι, τα άχρηστα παραγεμίσματα έπαψαν να αποτελούν ποίηση. Ο Σολωμός έδειξε, ότι η ποίηση πρέπει να έχει πυκνότητα. Με τις λιγότερες και μουσικότερες λέξεις να αποδίδει υψηλά νοήματα και καθαρές εικόνες, όπου τίποτα περιττό δεν υπήρχε κι όπου όλα - γλώσσα, νόημα, ρυθμός, εικόνα - ήταν αισθητικά οργανωμένα, αλλά όχι και εγκεφαλικά. Τίποτα δεν πρόδιδε την επίπονη κατεργασία. Αντίθετα το ποίημα είχε δροσιά, φυσικότητα και παρθενικότητα. Ο Σολωμός πέτυχε, μία θαυμαστή ισορροπία πνεύματος και μορφής, νόησης και αισθήματος γλώσσας και μουσικότητας.
Είχε μία θεωρητική κατάρτιση, που τη βλέπομε και στο «Διάλογο» του (όπου μιλούν ο ποιητής, ο φίλος και ο σοφολογιότατος), και που του επέτρεψε να συλλάβει σωστά το πρόβλημα της ποίησης, και να το πραγματοποιήσει σε βαθμό τελειότητας, δημιουργώντας μία παράδοση και κερδίζοντας επάξια τον τίτλο του γενάρχη του νέου μας ποιητικού λόγου.
Οι πρώτες του δοκιμές σε μία γλώσσα, που δεν τη χρησιμοποίησε ακόμα με την ευχέρεια της μητρικής γλώσσας, έδωσαν λαμπρά αποτελέσματα με στροφές ειδυλλιακές, γεμάτες φως, διαύγεια και ιδεαλιστική πνοή. Κατακτώντας σιγά - σιγά το γλωσσικό του όργανο και ζώντας τον παλμό, του Αγώνα και την αγωνία του επαναστατημένου Έθνους, έντυσε τις εμπνεύσεις του με τα χτυποκάρδια των πολεμιστών. Έδωσε ποιητικό νόημα στην Εθνεγερσία. Έγινε η έκφραση των αισθημάτων του καιρού του και της πατρίδας του. Και με τόσο βαθιά συναίσθηση ευθύνης, ώστε, μπρος στο τέλειο και το ιδεώδες, που επιδίωκε, να γράφει και να ξαναγράφει τις ποιητικές του συνθέσεις σε διάφορα σχεδιάσματα, ώσπου να πετύχει να συνδυάσει την πιο τέλεια μορφή με το πιο υψηλό περιεχόμενο.
«... Ο Σολωμός, - γράφει ο Α. Καραντώνης - γύρεψε να συγχωνέψει σε μία τέλεια και καθαρή, απλή όσο και βαθιά μορφή μουσικού ποιητικού λόγου, όλες τις ιδιότητες και τις ενέργειες του ανθρώπου - από το πιο αυθόρμητο ψυχικό σκίρτημα ως τη φιλοσοφική ενόραση και την πνευματική σύλληψη της Θείας Δημιουργίας, συνταιριασμένες με μία ανώτερη αντίληψη του Χρέους».
Το σπουδαιότερο πρόβλημα που απασχόλησε τη μεγαλοφυΐα του εθνικού μας ποιητή Δ. Σολωμού, ήταν το πρόβλημα της Ελευθερίας. Της ελευθερίας πρώτα της Εθνικής που είναι συνυφασμένη με την Ηθική ελευθερία του ατόμου, και της ελευθερίας ως Ιδέας, που περικλείει ολόκληρη την ανθρωπότητα. Τις θέσεις αυτές τις αποτύπωσε ο Σολωμός στον «Υμνον εις την Ελευθερίαν», στους «Ελεύθερους πολιορκημένους», και στον «Διάλογο» ποιητή και σοφολογιότατου.
                                               
Εργασία του μαθητή Γεωργίου Κουτρολού                                                                                                                                          Ανοιξη 2006

Η ποίηση του Ανδρέα Κάλβου


Ελπ 30 - Η ποίηση του Ανδρέα Κάλβου

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3-- 27/5

(Σημείωση: Μέχρι το τέλος Ιουνίου όλα τα κεφάλαια παραμένουν ανοικτά σε συνεχή εμπλουτισμό.)

ΕΝΝΟΙΕΣ – ΚΛΕΙΔΙΑ

  • Ωδές
  • Φιλελληνισμός
  • Φιλελευθερισμός
  • Καρμποναρισμός
  • Ποιητής της Ιδέας
  • Πατριωτικός/πολιτικός ποιητής
  • Πολύτροπος αρμονία

Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΚΑΛΒΟΥ
Γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1792 όπου και έζησε μέχρι δέκα χρονών. 
6 χρόνια μεγαλύτερος του Σολωμού.
1801-1802 μετά τον χωρισμό των γονιών του, ακολούθησε τον πατέρα του στην Ιταλία, αποκτώντας κυρίως ιταλική και δευτερευόντως κλασική παιδεία.
1816-1820 έζησε σε τρεις ευρωπαϊκές χώρες (Ελβετία, Αγγλία, Γαλλία)
1821 εξορίστηκε από την Ιταλία και κατέφυγε στη Γενεύη, όπου έμεινε έως το 1825. Η Επανάσταση ήταν που τον έστρεψε στην ελληνική ποίηση.
1826 επέστρεψε στα Επτάνησα (Κέρκυρα) όπου έζησε μέχρι το 1852. Δίδαξε στην Ιόνιο Ακαδημία, δάσκαλος γλώσσας, λογοτεχνίας και φιλοσοφίας. Παράλληλα, λόγια δραστηριότητα (άρθρα, διαλέξεις, μεταφράσεις).
1852 λόγω της γνωριμίας και του όψιμου γάμου του με μια αγγλίδα παιδαγωγό, εγκατέλειψε την Ελλάδα, πήγε με τη σύζυγό του στην Αγγλία και μετά το 1865 εγκαταστάθηκε στην κωμόπολη Louth της βόρειας Αγγλίας, όπου πέθανε το 1869.
Μητέρα αριστοκράτισσα, πατέρας πληβείος. Μαχητικός και ασυμβίβαστος. Άνθρωπος περίεργος και απομονωμένος. Ο Έλληνας αυτοδίδακτος λόγιος της διασποράς.
Δραστηριότητα 2 -- Εντοπίστε ομοιότητες και διαφορές μεταξύ Κάλβου - Σολωμού σε βίο και έργο:
- Ομοιότητες: ο στόχος και η θεματική (στόχοι της Ελληνικής Επανάστασης). Πρόθεση να απευθυνθούν στους τότε μορφωμένους Ευρωπαίους, προκειμένου να διαδώσουν τα αιτήματα του αγώνα της Επανάστασης. Ομοιότητα και στο ύφος που χαρακτηρίζεται από υπερβολή (επίδραση ευρωπαϊκού ρομαντισμού).
- Διαφορές: γλώσσα. α. Σολωμός: υπέρμαχος της ομιλούμενης ελληνικής β. Κάλβος: λόγιας. Διαφορά στον βίο: α. Σολωμός: αριστοκρατικής οικογένειας β. Κάλβος ταπεινής καταγωγής. Ανεκδοτολογικό χαρακτήρα η διπίστωση πολλών ότι δεν γνώριζαν ο ένας τον άλλον, παρόλο που ζούσαν στην ίδια πόλη επί 24 χρόνια. Το πιθανότερο να υπήρχε τυπική γνωριμία χωρίς την πνευματική επαφή.

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ
Υπάρχουν έντονα ζεύγη αντιθέσεων, με πρώτο το ποιητικό εγώ και τον συλλογικό αγώνα (μέσα στο έργο του χρησιμοποιεί ελάχιστα βιωματικά στοιχεία, προκειμένου να περιοριστεί στο εγώ και να εκφράσει έντονα τη συλλογικότητα του αγώνα), με στόχο να εμψυχωθεί ο λαός, να ενδυναμώσει ο αγώνας και τέλος, να δοξαστούν τα όποια κατορθώματα.
Δεύτερο: Ελευθερία – Τυραννία.
Τρίτο: Δίκαιο – Άδικο.
Τέταρτο: Παιδεία – Βαρβαρότητα.
Πέμπτο: Ένδοξο παρελθόν – Παρόν. (το Παρόν, εμπεριέχει τρία στοιχεία: φύση, θρησκεία, Έθνος.
Ο Κάλβος, μέσα από αυτές τις αντιθέσεις, επιδιώκει να ενημερωθεί ο Ευρωπαϊκός κόσμος για τα τεκταινόμενα στην Ελλάδα με στόχο να αφυπνισθεί και να βοηθήσει τον αγώνα των Ελλήνων.
Ο δεύτερος στόχος του Κάλβου, αφορά την εμψύχωση των Ελλήνων και τη δοξασία προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος της απελευθέρωσης.
Κάλβος = Ποιητής της Ιδέας
Η ποίησή του είναι αντικειμενική. Αντλεί στοιχεία από την Ιστορική συγκυρία της εποχής, αλλά επικεντρώνεται σε διαχρονικές ιδέες.
Η Ελευθερία ταυτίζεται με την Αρετή.
Πουριτανός, άρα απομάκρυνση από την αισθησιακή αντίληψη της ζωής.
Παθιασμένος με τον διαφωτισμό.

ΡΕΥΜΑΤΑ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΕΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΣΑΝ ΤΟΝ ΚΑΛΒΟ (ΩΔΕΣ)
Ιταλικός νεοκλασικισμός που συνδυάστημε με τις φιλελεύθερες ιδέες Γαλλικής Επανάστασης.
Μέσα στο κλίμα του ευρωπαϊκού φιλελληνικού κινήματος. Απευθυνόταν στο ευρωπαϊκό κοινό που είχε ευασθητοποιηθεί απέναντι στον ελληνικό αγώνα. Παράλληλα όμως, η επιλογή της νέας ελληνικής γλώσσας ως εργαλείο (άγνωστης στην Ευρώπη) υποδηλώνει την επιθυμία του να υπηρετήσει όχι μόνο πατρίδα αλλά και τις αναγεννημένες Μούσες.

ΘΕΜΑΤΙΚΗ
Θεματική μήτρα η Ελληνική Επανάσταση πού εκφράζει τόσο την ιδεολογία του ως ποιητή (σκοπός: να γράψει ποίηση ως μέσο άσκησης της δικαιοσύνης σε βάρος της αδικίας των δυναστών, αναγάγοντας την Επανάσταση σε ένα ευρύτερο πλαίσιο ιδεών, υπερίσχυση δικαίου εναντίον της αδικίας, επιβράβευση παιδείας εις βάρος της βαρβαρότητας) όσο και τον ατομικό του αγώνα να σπάσει τα δικά του προσωπικά δεσμά, όντας μέτοικος.
Παρά τις συχνές εμφανίσεις στις ωδές του ποιητικού «εγώ», το οποίο υπηρετεί ρητορικές κυρίως ανάγκες (έμφαση, άσκηση πειθούς στον αναγνώστη), γενικά ο Κάλβος περιόρισε δραστικά τα ίχνη των προσωπικών βιωμάτων του, προκειμένου να αναδείξει τον συλλογικό αγώνα.
Οι πάμπολλες μνείες στην αρχαία μυθολογία, στους αρχαίους προγόνους και στο ένδοξο αρχαιοελληνικό παρελθόν, σε συνδυασμό με αναφορές στη σύγχρονη Ελλάδα και στη χριστιανική λατρεία, δείχνουν ότι ο Κάλβος έγραψε τις ωδές εξ ονόματος της εθνικής κοινότητας την οποία προσπαθεί να εμψυχώσει, να μνημειώσει και να δοξάσει.
Υπάρχουν θεματικές αντιθέσεις (ελευθερία-τυραννία)
Ορισμένοι μελετητές αποκάλεσαν τον Κάλβο «ποιητή της Ιδέας», με την έννοια ότι έγραψε μια νοητική, αντικειμενική ποίηση, που άντλησε την αφορμή της από την ιστορική συγκυρία της εποχής, αλλά κατά βάθος επικεντρώνεται σε διαχρονικές, μεταφυσικές ιδέες. Στράτευσε την ποίησή του στον ιερό σκοπό να υπηρετήσει την Επανάσταση (απόλυτος ιδεαλισμός). Κατά βάθος πολιτική ποίηση.

ΓΛΩΣΣΑ
Η ελληνική γλωσσική συνείδηση του Κάλβου διαμορφώθηκε υπό την επήρεια της λόγιας και όχι της ομιλούμενης.
Ο Κάλβος είναι ο μόνος μείζων Επτανήσιος ποιητής που δεν υιοθέτησε τη δημοτική γλώσσα.  Η γλωσσική αυτή αποστασία του από την Επτανησιακή Σχολή στάθηκε η αιτία επίκρισης και καταδίκης του από τους άλλους Επτανήσιους.
Από μορφολογική άποψη, γλώσσα της Καλβικής ποίησης είναι η καθαρεύουσα, εμπλουτισμένη με αρχαϊστικούς και δημώδεις τύπους.  Πρόκειται για εντελώς προσωπικό γλωσσικό ποιητικό ιδίωμα, αποτέλεσμα της μίξης και εντέλει της σύνθεσης γλωσσικών στοιχείων προερχόμενων από την αρχαία ελληνική, θρησκευτικά κείμενα, τη λόγια της εποχής, καθώς και τη δημώδη, μάλιστα και με ιδιωματικά στοιχεία.  Κορμός πάντως του καλβικού λεξιλογίου είναι οι αρχαιοελληνικές λέξεις.
Υπέρμαχος της καθαρεύουσας, την οποία εμπλουτίζει με αρχαϊστικούς η δημώδεις τύπους (κινείται στα πλαίσια της λόγιας γλώσσας). 
Αρκετοί ιταλισμοί (π.χ. επίταξη του επιθέτου) και σολοικισμοί
Η γλώσσα του Κάλβου έχει επηρεασθεί από τον Ιταλό Foscolo που υποστηρίζει ότι η γλώσσα πρέπει να είναι λόγια – τεχνητή, εμπλουτισμένη με Αρχαϊστικά στοιχεία από την ομιλούσα.
Ποικιλότροπος ή πολύτροπος αρμονικά στο έργο του Κάλβου ο συνδυασμός πολλών διαφορετικών στοιχείων, εντός του έργου του (π.χ. στη γλώσσα).
Στο έργο του Κάλβου παρατηρείται έλλειψη βασικών ποιητικών κανόνων π.χ. ομοιοκαταληξία, λυρικότητα κλπ. στοιχεία που ακολουθούνται από την Ιταλική ποίηση.
Ο Κάλβος δεν ακολουθεί κανόνες, γιατί πιστεύει ότι η ποίηση πρέπει να είναι ελεύθερη.

ΤΕΧΝΟΤΡΟΠΙΑ
Κύριο διακριτικό στοιχείο της τεχνοτροπίας των Ωδών είναι η σύζευξη ή εξισορρόπηση των δύο κύριων αισθητικών ρευμάτων του καιρού του, του νεοκλασικισμού και του ρομαντισμού.
Δημαράς – ερμήνευσε τις Ωδές ως μίξη εσωτερικών στοιχείων του ιταλικού νεοκλασικισμού και του εκφραστικού κλίματος του ευρωπαϊκού προρομαντισμού, υποστηρίζοντας ότι πίσω από τη νεοκλασικιστική επιφάνεια των Ωδών λανθάνει η συναισθηματική και ψυχρή ροπή προς τον ρομαντισμό, ορισμένα ίχνη της οποίας φτάνουν μέχρι την επιφάνεια.
Πολίτης – «όλος αυτός ο φαινομενικός κλασικισμός είναι ένα εξωτερικό ντύμα μονάχα, κάτω από το οποίο κινείται η ανήσυχη ψυχή ενός γνήσιου ρομαντικού».
Τζιόβας – ενέταξε τις Ωδές, με διεξοδική τεκμηρίωση, στη σφαίρα επιρροής του ευρωπαϊκού νεοκλασικισμού.
Διαλησμάς – συνόψισε τα στοιχεία νεοκλασικισμού (παρομοίωση, μετωνυμία, εικονοπλαστική ικανότητα, ιδιότυπος ιδεαλισμός, κλασικά αιτήματα για την τέχνη, τέχνη: παιδευτική αφία + διδακτικός χαρακτήρας).
Γαραντούδης – η «πολύτροπος αρμονία» των Ωδών (= στιχουργικό σύστημα με αρχαιοελληνικές καταβολές, θέλησε να συμπυκνώσει και να αναδείξει το σύνθετο, πρωτεϊκό και αρμονικό ρυθμικό και εκφραστικό αποτέλεσμα το οποίο επεδίωξαν να παράγουν οι ωδές του). Στηρίχτηκε στην άρνηση της μουσικότητας, άρνηση ομοιοκαταληξίας, έντονη απόκλιση από μετρικές μορφές, γλώσσα και νόημα. Πιο κοντά στην ιταλική δραμαματική ποίηση (οργάνωση του ρυθμού των Ωδών με βάση τον εσωτερικό ρυθμό του ιταλικού δραματικού είδους).  Από τον εσωτερικό δραματικό ρυθμό των Ωδών απορρέουν χαρακτηριστικά τους όπως η άρνηση της ομοιοκαταληξίας και η έντονη απόκλιση ανάμεσα στις μετρικές μορφές από τη μια μεριά, και τη γλώσσα και το νόημα από την άλλη.
Ελύτης – η καλβική μετρική ήταν προάγγελος του ελεύθερου στίχου της ποιητικής γενιάς του 1930.
ΩΔΕΣ
«Φιλόπατρις»
Έχει επηρεαστεί από τον ιταλικό νεοκλασικισμό και γαλλικό διαφωτισμό.
Μέσα από την ωδή, εκφράζει την αγάπη για τη μακρινή πατρίδα – γενέτειρα που δεν γνώρισε και την καταπίεση των τυράννων.
«Εις θάνατον»
Εμφανίζεται μέσα σε όραμα το φάντασμα της μητέρας, με την οποία υπερνικάται ο φόβος του θανάτου.
«Εις Μούσας»
Κάνει επίκληση στις Μούσες. Είναι η κλασσική επίκληση που έκανε κάθε αρχαίος ποιητής. Στην προκειμένη περίπτωση, ο Κάλβος κάνει την επίκληση προκειμένου το έργο του να συμβάλει στον αγώνα της δικαιοσύνης σε βάρος της τυραννικής αδικίας.

ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΥ

1. Ανδρέας Κάλβος (1792 – 1869)
«Ο ωκεανός» (75)
Πολίτης (σ. 152) - 20 ωδές η μοναδική του προσφορά στη νεοελληνική ποίηση. Ποιήματα αγωνιστικά και παραινετικά, γράφτηκαν εξ ονόματος της εθνικής κοινότητας την οποία προσπαθεί να εμψυχώσεις, να μνημειώσει και να δοξάσει. Στο κλίμα του ευρωπαϊκού φιλελληνισμού. 
Θέμα: η Ελληνική Επανάσταση. Μετρική: ιδιότυπη, 4 7σύλλαβοι και ένας καταληκτικός 5σύλλαβος. Σχήμα κλασικότροπο, ωστόσο βάση δημοτικός 15σύλλαβος σπασμένος στα δύο. Γλώσσα: κράμα δημοτικής και αρχαΐζουσας. Εφαρμόζει ποιητικές και αισθητικές θεωρίες των ιταλών κλασικιστών, κυρίως του δασκάλου του, του Φόσκολου. Βάση: λαλουμένη που εμπλουτίζεται με αρχαϊκές εκφράζεις και σπάνιες λέξεις. Δημοτικές λέξεις που παραμορφώνονται με αρχαιόπροπες καταλήξεις. Αρνητικά: Ζει 20 χρόνια μακριά από την Ελλάδα => αποκομμένος από την παράδοση (δημοτική και φαναριώτικη).  Κλασικιστικές φόρμες και σχήματα. Υψωμένος τόνος - γνήσιος ρομαντικός πυρήνας (βαθύτατη αντινομία: ο φαινομενικός κλασικισμός μόνο εξωτερικό ντύμα, κάτω από το οποίο κινείται η ανήσυχη ψυχή ενός γνήσιου ρομαντικού. Σε αυτές ακριβώς τις λίγες στιγμές ποιητικής ευφορίας ("ποιητικά κενά" κατά τους κριτικούς) βρίσκεται η αληθινή φυσιογνωμία και λυρική τόλμη του ποιητή.
Δραστηριότητα 1 -- Πρόθεση των ωδών ήταν να διακυρυχθεί το πατριωτικό και πολιτικό ιδεώδες της εθνικής αποκατάστασης των Ελλήνων. Μπορεί να λειτουργήσει αυτός ο υψηλόφωνος τόνος της καλβικής ποίησης σήμερα;
Μεν θεματικά ανεπίκαιρη ποίση, αλλά συνεχίζει να γοητεύει χάρη στη  συναισθηματική οικειότητα που προκαλεί η αίσθηση ενός αυτοεξόριστου ανάμεσά μας. Ο Κάλβος αρνήθηκε (όπως θα αρνιόταν και σήμερα) μια ελληνική πραγματικότητα εντελώς ξένη προς το δικό του ιδανικό της ελληνικότητας, ένα όραμα του οποίου υπήρξε υμνητής και απολογητής. Ο ιδεατός ελληνισμός μιας ανύπαρκτης πατρίδας στάθηκε για τον ποιητή ο ποιητικός, ηθικός, πολιτικός και εθνικός παράδεισός του. Εξόριστος εκείνος, εξόριστοι κι εμείς, ατενίζουμε με θάμβος αυτόν τον παράδεισο.
Δραστηριότητα 3 -- Να διαπιστώσετε τη γλωσσική σύνθεση στοιχείων α/ε, λόγιας και δημώδους γλώσσας. Να καταγράψετε τις λέξεις (αρχαίες κυρίως) και μυθολογικές αναφορές που χρήζουν λεξιλογικής ή πραγματολογικής ερμηνείας:
- εμβόλια: κρέπια -- διάφανα μαύρα υφάσματα ως ένδειξη πένθους
- ηώα.. ανοίγουσιν -- τα πρωινά σιδερένια κιγκλιδώματα, ώστε να βγουν τα άλογα του Ήλιου για το καθημερινό ταξίδι τους
- αμιλλητήρια (πέταλα) -- που αμιλλώνται, συναγωνίζονται μεταξύ τους
- βρέμων -- που βρυχάται
- τρίμορφος Εκάτη -- Τιτανίδα, κόρη του Πέρση και της Αστερίας, στην περιοχή του ουρανού ταυτιζόταν με τη σελήνη.
- (παραθαλάσσια) κλειτά -- κλειστά, σετά ή ξακουστά, ένδοξα.
- Ωκεανέ: γιος του Ουρανού και της Γαίας, πατέρας των θεών. Εδώ συμβολίζεται ως κοσμογινοκή αρχή και ταυτίζεται με τη θάλασσα του Αιγαίου.
- ροάς -- ρεύματα
- νώτα -- επιφάνεια της θάλασσας
- πρόφαντος -- εμφανής από μεγάλη απόσταση
- αδράχτια -- μεταφορικά η αντένα, μακρύ κομμάτι ξύλου που συνδέεται πλαγίως στο κατάρτι του πλοίου.
- τους πύργους θαλασσίους: ποιητική φράση, εννοούνται οι τουρκικές φρεγάτες.
- φιλεί: αγαπά
Τα παραπάνω δείχνουν ότι η ανάγνωση των Ωδών προϋποθέτει την εξοικείωση του αναγνώστη με την κλασικιστική σκευή του Κάλβου.
Δραστηριότητα 4: Με ποιο τρόπο γίνεται η μετάβαση της επαναστατημένης Ελλάδας από το χάος μιας γενικής κοσμογονίας στην επαναστατική ηρωογονία της εποχής:
α' στροφή: επιγραμματική αναγγελία θέματος: η ιστορία της σκλαβωμένης Ελλάδας.
- στ. β-ιβ': α' ενότητα -- νύχτα δουλείας = κοσμογονική κατάσταση νεκρικής νύχτας. => τη νύχτα διαδέχεται η αυγή που αναζωογονεί την οικουμένη (ο φυσικός χρόνος της κοσμογονίας)
- Από στ. ιγ': β' ενότητα -- μεταβαίνουμε στον ιστορικό χρόνο της σκλαβιάς (συμβολική νύχτα ελληνικής φυλής), λυτρωτική παρέμβαση της θεϊκής Ελευθερίας στον Ωκεανό να επιφέρει αναγέννηση στον χώρο του Αιγαίου - Επανάσταση.
- στ. λ-λ: γ' ενότητα -- ευχές και προτροπές στους επαναστατημένους νησιώτες που με τη βοήθεια του Θεού κατορθώνουν τις ναυτικές νίκες του 1822.
Παρατήρηση: ολοφάνερη εκφραστική διάκριση σε 2 μέρη: α) εικονιστικό (2 πρώτες ενότητες) β) ρητορικό (3η ενότητα).

Ανδρέας Κάλβος: ο αιρετικός ποιητής


Ανδρέας Κάλβος: ο αιρετικός ποιητής


Του Λάρκου Λάρκου

            Ο Ανδρέας Κάλβος, αποτελεί μια κορυφαία προσωπικότητα μέσα στα Νεοελληνικά Γράμματα. Ο τραγουδιστής της Λευτεριάς, ο υμνητής του αγώνα της Εθνικής Ανεξαρτησίας, έδωσε σταθερό παρόν με το έργο και τη δράση του, έχοντας βεβαιωμένη την ωραία αντίληψή του για τους μεγάλους οραματισμούς του Έθνους.
            Ένας ποιητής όμως, που χωρίς να θέλει να είναι «διαφορετικός» απ’ τους ποιητές, αντιμετωπίστηκε από κριτικούς και «κριτικούς», από «υπέρμαχους» και «απορριπτικούς» αναγνώστες με ένα  μόνιμο – μέχρι πρόσφατα – τρόπο: προσέγγιση στην ποίησή του μέσα από τα επιφαινόμενα και τον τρόπο γραφής (γλώσσα, μέτρο κ.ά), τερματίζοντας πολλές φορές σ’ αυτό το επίπεδο την – σαφώς – μονόπλευρη προσέγγιση ενός ποιητικού έργου.
            Αυτή η αντίληψη διαχρονικά, διαπερνώντας μέσα από τις «Συμπληγάδες» των Δημοτικιστών και των Καθαρολόγων, αντιμετωπίστηκε με τα αντίστοιχα «μικρόψυχα» κριτήρια. Έτσι, μια και η γλώσσα του, δεν ικανοποιούσε καμιά πλευρά, βρέθηκε για δεκαετίες να είναι ένας «παρεξηγημένος» της ποίησης. Τα ανελαστικά περιθώρια, επακόλουθο μιας γλωσσικής πόλωσης, όμως, δεν στάθηκαν ικανά να κρατήσουν τον Ανδρέα Κάλβο σ’ ένα συνεχή «αιρετικό» ρόλο.
            Ο χρόνος αλάθητος κριτής κάθε έργου, έδειξε τη σημαντικότητα και διαχρονικότητα του Καλβικού έργου. Η μεταπολεμική κριτική αξίωσε και καταξίωσε τον Κάλβο.
            Τούτη η μελέτη μπορεί να θεωρηθεί ως μια προσπάθεια προσέγγισης του έργου του Κάλβου από μια νέα σκοπιά:
            O ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΚΑΛΒΟΣ, η θέση του απέναντι στα κρίσιμα  εθνικά θέματα του καιρού του, η στάση του απέναντι στην ιστορική φάση της δεκαετίας 1820/30.
            Μια προσέγγιση όμως που πρέπει να ιδωθεί μέσα από το ιστορικό πρίσμα της εποχής. Η επανάσταση του 1821 και η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΛΗΞΗ, θέματα διαλεκτικά δεμένα με την πορεία του έθνους. Ο Ανδρέας Κάλβος έδωσε και σ’ αυτά τα ζητήματα τη δική του προσέγγιση.
            Έτσι, ζωντανός παρουσιαστής της τότε ιστορικής συγκυρίας, είδε, άκουσε και – κύρια – πρότεινε..
           

ΣΥΝΤΟΜΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

            Ο Ανδρέας Κάλβος, γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1792. Από τα παιδικά του χρόνια (λόγω οικογενειακών προβλημάτων) οδηγείται στην ξενιτιά. Στο Λιβόρνο της Ιταλίας από το 1802. Ζει τον Ελληνισμό της διασποράς, μέσα σε μια ακμάζουσα παροικία.
            Στη γειτονική Φλωρεντία, όπου εγκαθίσταται στη συνέχεια, η συνάντησή του με τον τότε κορυφαίο ποιητή της Ιταλίας Ούγο Φόσκολο, αποτελεί ένα κορυφαίο σταθμό στη διαμόρφωση του ποιητικού χαρακτήρα του Κάλβου. Ζυρίχη, Λονδίνο, Παρίσι, οι επόμενοι χώροι διαμονής. Στη Φλωρεντία ξανά, δεν αρκείται στις πνευματικές του αναζητήσεις. Συμμετέχει ενεργητικά στη μουσική οργάνωση των Καρμπονάρων της Φλωρεντίας. Στόχος της επαναστατικής αυτής κίνησης, η απελευθέρωση της Ιταλίας από την Αυστριακή κατοχή.
            Για το λόγο αυτό συλλαμβάνεται και εξορίζεται. Στη Γενεύη δημοσιεύει τις δέκα πρώτες ΩΔΕΣ του (1824).
            Στο Παρίσι οι επόμενες δέκα (1826). Στο Ναύπλιο στην επαναστατημένη Ελλάδα, οδεύει η καρδιά του ποιητή για μικρό χρονικό διάστημα.
            Καθηγητής για ένα χρόνο (1826/27) στην Ιόνιο Ακαδημία. Στα Επτάνησα η Αγγλική κατοχή εντείνεται. Ο Κάλβος συμμετέχει στον αγώνα των συμπατριωτών του για την απόκτηση ελευθεροτυπίας.
            1852: εγκαταλείπει οριστικά την Ελλάδα. Ανοίγει με τη γυναίκα του ένα ιδιωτικό σχολείο στο Λάουθ της Β. Αγγλίας.
            3 Νοεμβρίου 1869: Πεθαίνει ο ποιητής, μακριά από την Πατρίδα που ύμνησε σ’ όλα τα έργα, τις πράξεις, τις σκέψεις του.



ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΑΡΜΠΟΝΑΡΟΙ ΟΙ ΔΥΟ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΧΟΙ...

            Το κλίμα σ’ ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ήπειρο (τέλος του 18ου αι.) διαπερνάται από τις ιδέες του Διαφωτισμού.
            Η αστική τάξη αναλαμβάνει την προώθηση των εξελίξεων. Η φεουδαρχία, στο πρόσωπο του Δεσποτισμού («φωτισμένου» ή μη), διέρχεται κρίσιμες ώρες.
            Η έντονη αυτή διακίνηση ιδεών, δεν μπορούσε να μην έχει τις επιδράσεις της σ’ ένα  άνθρωπο που διέτρεξε τα σημαντικότερα πολιτικό – ιδεολογικά κέντρα της Ευρώπης. Ο Ευρωπαϊκός διαφωτισμός, όντας μια πρωτοποριακή για την εποχή του αντίληψη, άσκησε έντονη επίδραση στην προοδευτική διανόηση, στα κέντρα του απόδημου Ελληνισμού.
            Είναι γνωστό ότι και ο Ελληνικός διαφωτισμός, «πνευματικός απόγονος» του Ευρωπαϊκού, κίνησε τα νήματα στον Ελλαδικό χώρο, προωθώντας τις επαναστατικές διεργασίες.
            Ο Αντρέας Κάλβος προχωρεί πέρα από τις ιδεολογικές ζυμώσεις.
            Η συμμετοχή του στην οργάνωση των Καρμπονάρων (Φλωρεντία 1820), είναι και η άριστη απόδειξη ότι η «ιδέα», δεν ολοκληρώνει τη δική του προσωπικότητα.
            Η Φλωρεντιανή αστυνομία σε δράση... Συλλαμβάνει και εξορίζει τον Κάλβο. Στοιχείο ενός επαναστατημένου χαρακτήρα ή μιας «περιθωριακής» ρήξης με την καταπίεση; Ο χρόνος έδωσε τη δική του θέση: Ο Αντρέας Κάλβος μέσα από μια σταδιακή πολιτικοκοινωνική ανέλιξη. Συμμετέχει συνειδητά, ασκώντας στην πράξη την προοδευτική κοσμοθεωρητική του στάση... Ακόμα και σε μια άλλη χώρα, σ’ ένα κλίμα βίας και αστυνομικής κύκλωσης...



ΚΑΛΒΟΣ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

            Το σύνολο σχεδόν, των 20 Καλβικών ΩΔΩΝ είναι αφιερωμένο στον Αγώνα της Ανεξαρτησίας.
            Υπάρχει σ’ όλο το ποιητικό έργο του μια μοναδική ταύτιση ανάμεσα στον Αγώνα και τον Κάλβο.
            Η ποιητική του δημιουργία (1824-1826) λειτουργεί, στα χρόνια της εξέγερσης αποκλειστικά.
            Απόδειξη ότι η Λύρα του συνυπάρχει αν δεν ταυτίζεται με το επαναστατημένο Έθνος. Ο Ανδρέας Κάλβος (1826), ο Καρμπονάρος, θέλει να δοκιμάσει τον αγώνα μέσα στα ίδια τα πράγματα... Μήλος, Ύδρα, Ναύπλιο οι σταθμοί του ποιητή. Γρήγορα όμως – και με αμφιλεγόμενα αίτια – αναχωρεί για την Κέρκυρα.
            Η εμφύλια δοκιμασία του 1826, η κορύφωση της εσωτερικής διαπάλης, ίσως να ήταν καθοριστικές για την ξαφνική απόφαση της αναχώρησης.
            Αυτή η κάθοδος δεν ήταν χωρίς «πολιτικές», «ποιητικές» και «ιστορικές» διεργασίες στο εσωτερικό του ποιητή.
            Η διένεξη οδεύει προς σύγκρουση: Ποια «προστασία» εξασφαλίζει τα ελληνικά συμφέροντα;
            Οι προστάτες πρόθυμοι: Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία. Και η άλλη πολιτική πρόταση: Μια πολύπλευρη συμμαχία με τις ξένες δυνάμεις, θα δικαίωνε τις προσδοκίες του Έθνους.
            Οι δυο πολιτικές γραμμές πλεύσης για τη στρατηγική κατάληξη του αγώνα, απόρροια δυο διαφορετικών προσεγγίσεων, έδωσαν στον Κάλβο το σημείο αναφοράς του, όπως θα φανεί στην προσέγγιση κρίσιμων σημείων της ποιητικής του δημιουργίας.



Η ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΛΒΟΥ: ΕΝΑ ΜΗΝΥΜΑ
ΕΘΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑΣ

            Ο Ευρωπαϊκός χώρος, το διεθνές πλαίσιο της επανάστασης του 1821, κυριαρχείται από τις γνωστές συντηρητικές δυνάμεις.
            Συνασπισμένη στους κόλπους της «Ιεράς Συμμαχίας», δημιουργούν ένα σενάριο κινήσεων, που κεντρικό άξονα έχει τη διατήρηση της αποικιοποίησης της «περιφερειακής» Ευρώπης. Αν και είναι σαφείς οι έντονες διενέξεις μέσα στους κόλπους των μεγάλων δυνάμεων, εντούτοις, μπροστά στον κοινό «Εχθρό» - την ελευθερία και την ανεξαρτησία των λαών – κράτησαν τη γνωστή τακτική, λειτουργώντας ως μηχανισμός «αποτροπής και καταστολής».
            Ο Ανδρέας Κάλβος έχει να δώσει τη δική του μαρτυρία, για τους τυράννους της εποχής.
            Μια μαρτυρία απερίφραστη στην ορμή της:
                        Όχι μόνον τον ιδρώτα,
                        Αλλά και τ’ αίμα οι τύραννοι
                        Ζητούσιν από σας,
                        Κι αφ’ ού ποτάμια εχύσατε
                        Μήπως τους φθάνει.»
            Και προσθέτει:
                        Το αχόρταγον δρέπανον
                        Αυτοί βαστούν θερίζουν
                        Πάντ’ όσα ο ιδρώτας μας
                        Ωρίμασεν αστάχυα,
                        Διά τους υιούς μας».
            Σαφής, λοιπόν, υπαινιγμός για την οικονομική αφαίμαξη των κατεχομένων λαών, απ’ τις αποικιοκρατικές δυνάμεις.
            Συνοπτικά και συμβολικά αυτοκαθορίζει και οριοθετεί τη θέση του. Μια θέση που διευρυνόμενη καλύπτει το γενικό θεσμό της ημιφεουδαρχίας, του πνευματικού υποσιτισμού, της εξάρτησης:
                        «Και τοιούτοι εμπρός σας.
                        Εγώ να γονατίσω!-
                        Η γη ας σχισθεί, εις το βάραθρον
                        Η βροντή τ’ ουρανού
                        Ας με τινάξη»
                        «Πρωτού σας ατιμάσω,
                        Ω γόνατά μου. – Ατάρακτον
                        Έχω το βλέμμα οπόταν
                        Το κατεβάσω εις πρόσωπον
                        Ενός τυράννου.»
            Η Βούληση ενός λαού (πολιτική, κοινωνική και πρώτιστα πολιτική), αποτελεί τον καθοριστικό παράγοντα μιας πορείας απελευθερωτικής, που σταθμίζει βέβαια, εσωτερικές και διεθνείς συγκυρίες.
            Η προϋπόθεση σαφής:
                        «Όσοι το χάλκινον χέρι
                        Βαρύ του φόβου αισθάνονται,
                        Ζυγόν δουλείας ας έχωσι
                        Θέλει Αρετήν και Τόλμην
                        Η ελευθερία.»
            Η ΕΘΝΙΚΗ ΣΥΜΦΙΛΙΩΣΗ σε ώρες εθνικοαπελευθερωτικής πάλης, αποτελεί τον καθοριστικό κρίκο μιας ενιαίας και ενωτικής πορείας.
            Η προσωπική εμπειρία του ποιητή (κάθοδος στο Ναύπλιο σε στιγμές εμφύλιας διαπάλης) είναι έκδηλη:
                        Μεγάλη, τρομερή, με τα πτερά απλωμένα
                        Καθώς αετός ακίνητος, κρέμεται
                        Εις τον αέρα ψηλά
                        Η Διχόνοια»
            Δεν αρκεί η διαπίστωση. Υπάρχει και η θέση:
                        «Ας παύσωσ’ η Διχόνοιαι
                        Που ρίχνουσι τα έθνη
                        Τυφλά υπό τα σκληρότατα
                        Ονύχια των αγρύπνων
                        Δολίων τυράννων».
            Και – σαφώς – υπονοεί το επίπεδο της σύρραξης:
                        «Τ’ άρματα ημείς αδράξαμεν
                        Μόνο δια να πληγώσομεν
                        Του Οσμάν τα στήθη».
            Να λοιπόν που ένας επίκαιρος ποιητής στέκεται μέσα στα προβλήματα του έθνους. Δεν βλέπει ή ενοράται με «ουδέτερο πατριωτισμό» τα γινόμενα. Συμμετέχει, προτείνει, αγωνίζεται.Ο Θ.Κολοκοτρώνης στο πολιτικό επίπεδο, ο Α.Κάλβος στο Ποιητικό. Θέμα οι τουρκοπροσκυνημένοι, που μπροστά στις δυσκολίες του αγώνα λύγισαν.
            Ο Ανδρέας Κάλβος – ίσως – αποτελεί ποιητική πρωτοπορία στο συγκεκριμένο θέμα
            Ολόκληρη ΩΔΗ, είναι «αφιερωμένη» στο Βαρνακιώτη, έναν έλληνα λιποτάκτη, ένα τουρκοπροσκυνημένο. Η ονομασία της ΩΔΗΣ είναι χωρίς περιστροφές.
                                    «ΕΙΣ ΤΟΝ ΠΡΟΔΟΤΗΝ»
            Να μερικοί χαρακτηριστικοί στίχοι:
                        «Απ’ ίδρωτα θανάτου
                        Στάζουν τα φρύδια σου».
                        «Η τιμωρός συνείδησις
                        Με σε πλαγιάζει αλλάζουσα
                        Τα χόρτα εις δράκοντας»
                        «Γύρευε από την μοίραν σου
                        Κρυπτόν να σου χαρίσει
                        Τάφον εις όλους»
            1826: Ο Εθνικός Απελευθερωτικός Αγώνας κατά της Οθωμανικής κυριαρχίας βρίσκεται σε κρίσιμο σταυροδρόμι.
            Στο πολιτικό επίπεδο η συντηρητική (κατζαμπάσηδες) ηγετική ομάδα μπροστά στις δυσκολίες του αγώνα, (πτώση Μεσολογγίου), κάνει τις δικές της επιλογές.
            «Οι «προστάτες» περιμένουν. Και η τελική επιλογή γνωστή.
            Η αίτηση προστασίας (1825) αποτελεί μνημείο ιστορικής εθελούσιας και εθνικής υποτέλειας.
            «Το ελληνικόν έθνος, δύναμει της παρούσης πράξεως. Θέλει εκουσίως την ιεράν παρακαταθήκην της αυτού Ελευθερίας, Εθνικής Ανεξαρτησίας και της πολιτικής αυτού υπάρξεως υπό την μοναδικήν υπεράσπισιν της Μεγάλης Βρεττανίας».
            Η Συνέλευση των προκρίτων, δίνει το μέτρο προσέγγισης των εθνικών υποθέσεων από την πλευρά της – συντριπτικής – πλειοψηφίας.
            Η προοδευτική μερίδα (στρατιωτικοί στην πλειοψηφία με ηγετική μορφή τον Δημήτριο Υψηλάντη) καταγγέλλει την αίτηση «προστασίας» ως ισοδύναμη με κατάργηση της εθνικής ανεξαρτησίας.
            «Ο λαός, κύριοι, του οποίου παρουσιάζετε το πρόσωπον, δεν σας έδωσε πληρεξουσιότητα να καταργήσετε την εθνική  και πολιτική ανεξαρτησία του, αλλά να την στεριώσετε, να την διαιωνίσετε.
            Η ιστορία, θέλει κρίνει μιαν ημέραν αδεκάστως την πράξιν σας».
            12 Απριλίου 1826, «Διαμαρτύρησις» Δημητρίου Υψηλάντη, προς την Εθνική Συνέλευση των Ελλήνων.
            Μέσα σ’ αυτό το πολιτικά φορτισμένο κλίμα, ο Ανδρέας Κάλβος έδωσε το δικό του πολιτικό λόγο. Ο Καρμπονάρος της Φλωρεντίας, ο στιβαρός διανοητής, ξαναδίνει την ιστορική του εισφορά»:
                        «Καλύτερα, καλύτερα
                        Διασκορπισμένοι οι Έλληνες
                        Να τρέχωσιν τον κόσμον
                        Με εξαπλωμένη χείρα
                        Ψωμοζητούντες».
                        «Παρά προστάτας να ‘χωμεν
                        Με ποτέ δεν εθάμβωσαν
                        Πλούτη ή Μεγάλα ονοματα,
                        Με ποτέ δεν εθάμβωσαν
                        Σκήπτρων ακτίνες».
            Ο Ανδρέας Κάλβος αντικειμενικά ταυτίζεται με τον προσανατολισμό του Υψηλάντη.
            Μια σύγκριση της Ωδής «ΑΙ ΕΥΧΑΙ» με το κείμενο της «Διαμαρτύρησις» του Δημήτριου Υψηλάντη παρέχει εντυπωσιακές ταυτίσεις και παράπλευρες προσεγγίσεις.
            Μια αναφορά για το διπλό παιχνίδι των μεγάλων Δυνάμεων της εποχής .Η θρησκεία, οι θρησκευτικές αξίες, στην υπηρεσία «σκοτεινών» επιδιώξεων:
                        «Δια να θεμελιώσετε
                        Την Τυραννίαν τιμάτε
                        Τον σταυρόν εις τας πόλεις σας,
                        Και αυτόν επολεμήσατε
                        Εις την Ελλάδα».
            Ποια η απάντηση του Κάλβου στην πρόσκληση της προστασίας;
                        «Και τώρα εις προστασίαν μου
                        Τα χέρια σας απλώνετε
                        Τραβήξατε τα οπίσω
                        Βλέπει ο θεός και αστράπτει
                        Δια τους πανούργους»
            Η προτροπή είναι διπλή: όχι μόνο να τραβήξουν τα χέρια τους «οπίσω» αλλά συνεχίζει την προτροπή – θέση του.
            «Το ξίφος σφίξατ’ έλληνες»
            Έτσι η απάντηση του Κάλβου είναι: ενδυνάμωση του μετώπου πάλης του έθνους.
            Οποιαδήποτε  αναφορά στο Καλβικό έργο, δεν μπορεί να μην διαπερνάται από ένα έντονα πρωτοποριακό – ας υπολογισθεί και το ιστορικό πλαίσιο στις αρχές του 19ου αι. – πολιτικό μήνυμα.
                        «Το χέρι οπού προσφέρεται
                        Ως προστασίας σημείον
                        Εις ξένον έθνους, έπνιξε
                        Και πνίγει τους λαούς σας
                        Πάλαι και ακόμα».
            Ένα μήνυμα με ξεχωριστή ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΟΙΟΤΗΤΑ και με ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΒΑΡΥΤΗΤΑ .Ένα μήνυμα και προς τους «μοντέρνους καιρούς» μια και το πρόβλημα της «προστασίας» ταλανίζει τους λαούς «και ακόμα».Ο Κάλβος, σε μια άξενη εποχή αναδεικνύεται ως τραγουδιστής της ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ και ΛΑΪΚΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ, μεγάλος στους οραματισμούς του και πάντα ΕΠΙΚΑΙΡΟΣ στους προσανατολισμούς του...
                        Σήμερα, η πλούσια βιβλιογραφία γύρω από τον Ανδρέα Κάλβο, έδειξε ότι η ανάλυση του έργου του εκτείνεται από τις τεχνοτροπίες του μεθόδους, ως και την άδολη φιλοπατρία του. Ο ποιητής της ιδέας, «σμικρύνθηκε» από την ιδεαλιστική «σχολή» που με πολύ δεξιοτεχνία προσπέρασε τον πολιτικό Κάλβο και κράτησε τα επιφαινόμενα της ποίησής του.Ο Κάλβος, κρίνεται, όχι ενσωματωμένος σε κάποιες φόρμες ανάλυσης, αλλά κρατώντας τον «κανόνα» και τα δεδομένα της δικής του εποχής. Και χωρίς να μεγιστοποιείται η ποιοτική του ιδιοσυγκρασία, χωρίς βέβαια να υποτιμάται η δυστροπία της ποίησής του, αλλά κύρια χωρίς να παραβλέπουμε τις  πραγματικές διεργασίες, μέσα στις οποίες κλήθηκε να δημιουργήσει ο ποιητής, καταλήγουμε σε μια θετική κρίση:
            Ο Ανδρέας Κάλβος, με την ποιοτική του φωνή «συγκρούστηκε» με το χρόνο και απέδειξε ότι δίκαια κρίθηκε ΑΞΙΟΣ να συμβαδίσει μαζί του, αναδεικνυόμενος σαν μια σημαντική ΠΑΡΟΥΣΙΑ μέσα στο χώρο των Νεοελληνικών Γραμμάτων.
            Αν πράγματι η Ιστορία, μπορεί να υπερηφανεύεται για ορισμένες στιγμές της, ο Αντρέας Κάλβος είναι μια απ’ αυτές...